Ο βιασμός, αποτελεί αναμφίβολα μία από τις πιο ακραίες μορφές επιθετικής συμπεριφοράς. Η φύση της εγκληματικής πράξης είναι τέτοια που και μόνο το άκουσμα της καταφέρνει να εγείρει τις πιο έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις στο ευρύ κοινό. Πράγματι, όταν κάποιος διαβάζει για περιπτώσεις βιασμού αισθάνεται οργή και μίσος για τον δράστη, ενώ παράλληλα νιώθει συμπάθεια και οίκτο για το θύμα.

Κατά την διάρκεια την εκπαίδευσης μας, οι ψυχοθεραπευτές μαθαίνουμε να μην εκφράζουμε ηθικές κρίσεις για τους ανθρώπους με τους οποίους εργαζόμαστε. Αυτό καθίσταται, ωστόσο, ιδιαίτερα δύσκολο όταν κανείς εργάζεται με ανθρώπους που έχουν διαπράξει ειδεχθή εγκλήματα και έχουν εμπλακεί σε ακραίες μορφές κακοποίησης. Ως θεραπευτές ωστόσο, θα πρέπει να μπορούμε να απογυμνώνουμε τους εαυτούς από κάθε ηθική κρίση και να μελετούμε κάθε ψυχολογικό φαινόμενο με «γυμνά χέρια».

Απομακρύνοντας λοιπόν τον εαυτό μου από οποιαδήποτε διατύπωση ηθικής κρίσης, θα προσπαθήσω στις παρακάτω γραμμές να παρουσιάσω εν συντομία κάποια γενικά χαρακτηριστικά του ψυχολογικου προφίλ των ατόμων που εμπλέκονται σε εγκλήματα βιασμού.

Σαφώς, ο βιασμός δεν αποτελεί ομοιογενές φαινόμενο ούτε ως προς την αιτιολογία, ούτε ως προς την προσωπικότητα του δράστη και δεν υπαινίσσομαι ότι τα παρακάτω χαρακτηριστικά εξαντλούν την κατανόηση του φαινομένου. Παρόλα αυτά, τα χαρακτηριστικά αυτά βρίσκονται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό σε όλους βιαστές.

Το βασικότερο δομικό χαρακτηριστικό της προσωπικότητας ενός βιαστή είναι ή έλλειψη ενσυναίσθησης. H ενσυναίσθηση είναι μία θεμελιώδης κατάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης η οποία μας επιτρέπει να βιώσουμε τον πόνο και την οδύνη ενός άλλου ανθρώπου έχοντας ως αφετηρία το δικό μας υποκειμενικό βίωμα. Η ικανότητα για ενσυναίσθηση είναι σε μεγάλο βαθμό συνδεδεμένη με το πώς το πρόσωπο φροντίδας συναισθάνθηκε και κατανόησε τα συναισθήματά ενός ατόμου τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Αν αυτό δεν συμβεί, τότε το παιδί δυσκολεύεται να αναγνωρίσει συναισθήματα πόνου και οδύνης τόσο στον εαυτό του όσο και στους άλλους.

Η ανικανότητα για ενσυναίσθησης συνδέεται στενά με την μερική ή πλήρη απουσία ενοχής. Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά είναι δηλωτικά των ψυχοπαθητικών προσωπικοτήτων. Ο σημερινός πολιτισμός οικοδομήθηκε πάνω στο συναίσθημα της ενοχής, το οποίο είναι αλληλένδετο με την ενσυναίσθηση, αποτελώντας εξίσου αναπτυξιακό επίτευγμα καθώς δεν γεννιόμαστε με έμφυτη την ικανότητα για ενοχή. Η ενοχή έχει να κάνει με έναν εσωτερικό κριτή ο οποίος μας ‘τιμωρεί’ όταν κάνουμε κάτι που βλάπτει ή μπορεί δυνητικά να βλάψει έναν άνθρωπο. Φυσικά σε έναν (ψυχικό) κόσμο όπου απουσιάζει η ενσυναίσθηση και η ενοχή όλα επιτρέπονται

Σε ορισμένους κατά συρροήν βιαστές, και για λόγους που είναι δύσκολο να αναπτύξω εδώ, η ενοχή απουσιάζει και ο δράστης δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει – σε συναισθηματικό επίπεδο – ότι προκαλεί κακό και πόνο στο θύμα και κατ’ επέκταση δεν νιώθει άσχημα για αυτό. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις ο βιαστής γοητεύεται μέσα από τον πόνο του θύματος, ο οποίος τροφοδοτεί τον κακοήθη ναρκισσισμό του.

Το αίσθημα ευφορίας μέσα από τον πόνο του θύματος αντανακλά το σαδιστικό κομμάτι της προσωπικότητας του βιαστή. Ο σαδισμός είναι το αίσθημα της ευχαρίστησης που νιώθει κάποιος μέσα από τον πόνο, την ταπείνωση και το εξευτελισμό της ύπαρξης ενός άλλου ανθρώπου. Μονολότι τα σύγχρονα διαγνωστικά εγχειρίδια – για πολιτικούς και όχι μόνον λόγους- κατατάσσουν τον σεξουαλικό σαδισμό στις παραφιλίες, η άποψη μου είναι ότι ο σαδισμός αντανακλά μία εξαιρετικά σοβαρή ενδογενή παθολογία της προσωπικότητας ενός ατόμου η οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να προσεγγιστεί ως σεξουαλικό φαινόμενο. Τόσο στον βιασμό, όσο και στον σεξουαλικό σαδισμό η σεξουαλικότητα είναι απλώς περιφερειακή και σε καμία περίπτωση η κινητήριος δύναμη της συμπεριφοράς.

Αυτό που έχει σημασία για τον βιαστή δεν είναι η σεξουαλική ικανοποίηση. Αυτό που έχει σημασία είναι το ότι το θύμα υποφέρει, ταπεινώνεται και εξευτελίζεται. Η σεξουαλική διέγερση είναι αποτέλεσμα του απόλυτου έλεγχου και της πλήρους κυριαρχίας που ασκεί στο θύμα. Η ταπείνωση και ο εξευτελισμός του θύματος παίζουν κομβικό ρόλο στην πράξη του βιασμού. Το θύμα αισθάνεται αβοήθητο και αυτό ενισχύει περαιτέρω την σεξουαλική διέγερση στον βιαστή. Η απελπισία και ανημποριά του θύματος τρέφουν την παντοδυναμία του θύτη και έτσι αισθάνεται ένα αίσθημα ναρκισσιστικής υπεροχής μέσα από την ταπείνωση των θυμάτων του.

Το ‘οικοδόμημα του βιασμού’, συνεπώς, στηρίζεται πάνω στην έλλειψη ενσυναίσθησης και ενοχής, τον κακοήθη ναρκισσισμό και τον σαδισμό. Λόγω της ιδιαίτερης ναρκισσιστικής παθολογίας τους, οι βιαστές βλέπουν τους άλλους όχι ως ξεχωριστές οντότητες, αλλά ως υποχείρια τα οποία υπάρχουν μόνον για να ικανοποιούν τις ανάγκες τους. Η υποτίμηση των θυμάτων τρέφει με τη σειρά της την παντοδυναμία και τον σαδισμό του βιαστή πυροδοτώντας έναν φαύλο κύκλο κακοποιητικής συμπεριφοράς.

Η τραγωδία του βιαστή είναι ότι όσο και αν προσπαθεί να εκμηδενίσει την ύπαρξη του θύματος με τον πιο βάναυσο τρόπο, έχει ταυτόχρονα ανάγκη το θύμα για να μπορέσει να διατηρήσει ένα παθολογικό αίσθημα ταυτότητας. Μίας ταυτότητας που δομείται μέσα από τον πόνο, την ταπείνωση και τον εξευτελισμό της ύπαρξης ενός ανθρώπινου πλάσματος.