Η επιστημονική έρευνα και η κλινική εργασία έχουν εδώ και καιρό αναδείξει την σημαντικότητα του ρόλου της μητέρας στην ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού. Σήμερα, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι η ψυχολογική και συναισθηματική ωρίμανση ενός παιδιού αλλά και η αργότερα ψυχική του ανάπτυξη ως ενηλίκου έχει τις ρίζες της στο εάν ή πως η μητέρα του αντιλήφθηκε αυτές τις συναισθηματικές του ανάγκες, καθώς και στον τρόπο που ανταποκρίθηκε σε αυτές.
Πράγματι, η προσωπικότητα του παιδιού αναπτύσσεται μέσα από την αλληλεπίδραση του με την μητέρα. Η πρώτη αυτή σχέση που οικοδομεί το παιδί με την μητέρα εσωτερικεύεται και αποτελεί το πρότυπο πάνω στο οποίο θα στηριχτούν οι μετέπειτα σχέσεις στην ενήλικη ζωή.
Μητέρα, ονομάζουμε το πρόσωπο που φροντίζει το βρέφος και ανταποκρίνεται στο κάλεσμα του. Μητέρα σημαίνει δημιουργία και ζωή. Ο ορισμός αυτός δεν περιορίζει την μητρότητα στο φύλο και υπερβαίνει την βιολογική θεώρηση της. Θα πρέπει, λοιπόν, να σταματήσουμε να περιορίζουμε την μητρότητα στην παθολογία της και να την προσεγγίσουμε ως αυτό που πραγματικά είναι: ένα είδος τέχνης.
Και πράγματι, ίσως να μην υπάρχει ωραιότερη λέξη που να περιγράφει την μητρική λειτουργία από αυτήν της τέχνης. Διότι η μητέρα όχι μόνον φέρνει στον κόσμο ένα παιδί, αλλά παράλληλα εισάγει έναν κόσμο μέσα σε αυτό. Η μητρότητα ξεκινά με την επιθυμία της μητέρας, με ένα άνοιγμα του είναι της και χάρη σε αυτήν την επιθυμία η ζωή βρίσκει φιλοξενία, σκοπό και νόημα. Κάθε είδος τέχνης βέβαια, απαιτεί γνώση και προσπάθεια.
Σαφώς, δεν υπάρχει τέλεια μητέρα. Στην ψυχαναλυτική βιβλιογραφία χρησιμοποιούμε τον όρο «αρκετά καλή» μητέρα, ο οποίος υποδηλώνει μια μητέρα που ανταποκρίνεται με έναν «αρκετά ικανοποιητικό» τρόπο στις ανάγκες του παιδιού. Ποια όμως είναι η «αρκετά καλή» μητέρα; Ποιος είναι ο ρόλος της;
Μια «αρκετά» καλή μητέρα λειτουργεί σαν ένας καθρέπτης για το παιδί της ειδικά τις πρώτες μέρες της ζωής του. Μέσα από αυτή τη μητέρα- καθρέπτη αντανακλάται ένα ιδιαίτερο και ξεχωριστό παιδί. Ένα παιδί που του επιτρέπεται να δράσει και να εκφραστεί ελεύθερα. Ένα παιδί που μπορεί να βιώσει και να εκφράσει τα συναισθήματα του. Η «αρκετά» καλή μητέρα παρέχει απεριόριστη αγάπη και ανεκτικότητα στις όποιες συναισθηματικές αντιδράσεις του παιδιού.
Η «αρκετά καλή» μητέρα μπορεί να αφουγκράζεται τις ανάγκες του βρέφους και να υπομένει την δυσφορία του. Αντέχει την παντοδυναμία του βρέφους και ανταποκρίνεται στην αυθόρμητη χειρονομία του. Είναι αυθόρμητη, υιοθετώντας ένα προσωπικό μοτίβο φροντίδας. Η «αρκετά καλή» μητέρα είναι προσανατολισμένη στις ανάγκες του παιδιού τις οποίες μπορεί να συναισθανθεί τοποθετώντας τον εαυτό της στην θέση του. Δίνει νόημα στην ύπαρξη του παιδιού μέσα από την αγάπη και την φροντίδα της, καθώς το βρέφος μπορεί να υπάρξει μονάχα μέσα από την αγάπη της μητέρας.
Η «αρκετά καλή» μητέρα υποβοηθά την ανεξαρτησία του παιδιού και απομακρύνει την φροντίδα της όταν πλέον το παιδί δεν την χρειάζεται. Με αυτόν τον τρόπο η «αρκετά καλή» μητέρα «αποτυγχάνει σταδιακά» ενισχύοντας έτσι τον αποχωρισμό του παιδιού από αυτήν, ο οποίος αποτελεί ορόσημο της γέννησης του ψυχολογικού εαυτού και της ατομικής ταυτότητας. Έτσι το παιδί αναπτύσσει την ικανότητα να ανέχεται τις ματαιώσεις της ζωής και αποκτά υγιή όρια τα οποία δρουν προστατευτικά καθόλη την διάρκεια της ζωής του.
Στις περισσότερες περιπτώσεις μια «αρκετά καλή» μητέρα, δηλαδή μία μητέρα που έχει την ικανότητα να αναγνωρίσει τις ανάγκες του παιδιού και να τις απομονώσει από τις δικές της ανάγκες, είχε και αυτή μια εξίσου «αρκετά καλή» μητέρα.
Όταν λοιπόν μία γυναίκα έρθει αντιμέτωπη με το φαινόμενο της μητρότητας τότε ασυνείδητα θα ανακαλέσει το πρότυπο της δικής της μητέρας. Με άλλα λόγια θα συμπεριφερθεί στο παιδί με τον ίδιο τρόπο που της είχε συμπεριφερθεί και η δική της μητέρα. Αν ήταν τυχερή και είχε μια «αρκετά καλή» μητέρα που καθρέπτιζε τις ανάγκες της και της έδινε αγάπη, τότε θα λειτουργήσει ως φορέας ανάπτυξης και για τα δικά της παιδιά δίνοντας τους πίσω αυτή την αγάπη.
Αν όμως μία μητέρα όταν ήταν παιδί δεν μεγάλωσε σε ένα υποστηρικτικό περιβάλλον και δε μπόρεσε να εκφράσει τα συναισθήματα της, τότε αυτά θα μετατραπούν σε ανεκπλήρωτες ανάγκες και θα μεταφερθούν ασυνείδητα στα δικά της παιδιά. Η μητέρα θα προσπαθήσει να καλύψει τις δικές της ανάγκες που προέκυψαν κατά την παιδική της ηλικία μέσω των παιδιών της.
Αυτό συμβαίνει διότι η μητέρα έχει την ανάγκη η ίδια να νιώσει ασφάλεια και ο μόνος τρόπος να το πετύχει είναι να δημιουργήσει, εντελώς ασυνείδητα φυσικά, μια χρησιμοθηρική σχέση. Το παιδί θα πρέπει να αντανακλά και να εκφράζει τις δικές της προσδοκίες. Σε αυτή την περίπτωση η μητέρα λειτουργεί σαν ένα εξαιρετικά ανασφαλές παιδί το οποίο διατηρεί μία αίσθηση ψευδό-ασφάλειας ασκώντας απόλυτο έλεγχο πάνω σε ένα ακόμη πιο αδύναμο πλάσμα.
Το αδύναμο όμως αυτό πλάσμα απωθεί τις ανάγκες του για να ευχαριστήσει τη μητέρα του. Θάβει ένα μεγάλο κομμάτι της προσωπικότητας του που περικλείει τον αληθινό του εαυτό. Οικοδομεί έναν ψευδή εαυτό και ζει πλαστά. Καταστέλλεται η αυθεντικότητα του καθώς αναπτύσσεται με γνώμονα όχι τις δικές του ανάγκες αλλά τις ανάγκες της μητέρας του.
Δυστυχώς με τη σειρά του, θα περάσει όλη του τη ζωή προσπαθώντας είτε να καλύψει, είτε να ναρκώσει αυτές τις πρωταρχικές ανεκπλήρωτες ανάγκες, οι οποίες αν δε βιωθούν θα μεταφερθούν και στα δικά του παιδιά ως μια τραγική επανάληψη, μετατρέποντας την ζωή ,τόσο την δίκη του, όσο και των άλλων, σε μια αρένα ανεκπλήρωτων αναγκών.