Η βία που στοχεύει στην καταστροφή του αντικειμένου της αγάπης είναι ένα φαινόμενο που συνοδεύει την ανθρώπινη ιστορία από τις απαρχές της. Η κατανόηση, ωστόσο, μίας τέτοιας συμπεριφοράς παραμένει εξαιρετικά δύσκολη. Την στιγμή που γράφω αυτό το κείμενο, έχουν διαπραχθεί στην χώρα μας δεκατρείς δολοφονίες γυναικών από τους συντρόφους τους. Παρά τις διαφορές τους, όλες αυτές οι γυναικοκτονίες, κατά την άποψή μου, παρουσιάζουν σημαντικά κοινά δομικής φύσεως χαρακτηριστικά, τόσο αναφορικά με την προσωπικότητα του δράστη, όσο και με τα αίτια της πράξης.

Στις παρακάτω γραμμές θα προσπαθήσω να παρουσιάσω όσο συνοπτικότερα μπορώ μία ψυχαναλυτική κατανόηση αυτής της τόσο παλιάς και συνάμα τρομακτικά παράδοξης συμπεριφοράς: της επιθυμίας να σκοτώσει κανείς το πάλαι πότε αγαπημένο, μα τώρα μισητό, αντικείμενο. Τα δυναμικά μίας τέτοιας αποτρόπαιης συμπεριφοράς περιγράφονται με τον συνταρακτικότερο τρόπο μέσα από την συγκλονιστική τραγωδία του Σαίξπηρ, Οθέλλος, την οποία και θεωρώ αρχετυπικό συμβολισμό της γυναικοκτονίας. Προσωπικά, αντιλαμβάνομαι τον σημερινό δράστη μιας γυναικοκτονίας ως έναν «σύγχρονο Οθέλλο», για αυτό θα αποπειραθώ να σκιαγραφήσω το προφίλ του έχοντας ως αφετηρία την ομώνυμη τραγωδία. 

Ο Οθέλλος, ένας γενναίος αξιωματικός του βενετικού κράτους ερωτεύτηκε την κόρη του γερουσιαστή της Βενετίας, Δυσδαιμόνα, την οποία και παντρεύτηκε κρυφά χωρίς την συναίνεση του πατρός της. Ο γάμος δεν χαίρει της επιδοκιμασίας του πατέρα της Δυσδαιμόνας, ενώ ο Οθέλλος καλείται να μεταβεί στην Κύπρο να πολεμήσει.  Κατά την διάρκεια της παραμονής του εκεί, ο  κακόβουλος σημαιοφόρος του, ο Ιαγός, ο οποίος ματαιώθηκε διότι ο Οθέλλος προήγαγε έναν άλλον αξιωματικό αντί αυτού, προσπαθεί να τον εκδικηθεί πείθοντας τον ότι η γυναίκα του τον απατά. Έτσι ο Ιαγός γεμίζει τον νου του Οθέλλο με παρανοϊκά σενάρια δηλητηριάζοντας την σχέση του με την Δυσδαιμόνα, δημιουργώντας παράλληλα ψευδή αποδεικτικά στοιχεία. Η οργή και η παθολογική ζήλεια κυριεύουν τον Οθέλλο: δύο έντονες συναισθηματικές καταστάσεις τις οποίες ο νους του δεν μπορεί να μεταβολίσει. Κυριευμένος από οργή και βυθισμένος στην παράνοια, δολοφονεί με τον τραγικότερο τρόπο την γυναίκα που κάποτε τόσο αγάπησε. 

Το ψυχολογικό προφίλ και τα κίνητρα της συμπεριφοράς του σημερινού συζυγοκτόνου δεν διαφέρουν ιδιαίτερα από αυτά του Οθέλλο, τον οποίο, όπως έγραψα παραπάνω, θεωρώ αρχετυπική μορφή συζυγοκτόνου. Τι είναι όμως αυτό το οποίο ενεργοποιεί τον δολοφονικό νου του άντρα που διαπράττει γυναικοκτονία;

Η ψυχική κατάσταση η οποία η οποία ενεργοποιεί τον δολοφονικό νου του συζυγοκτόνου είναι η παθολογική ζήλια. Για να κατανοήσουμε ωστόσο τον ρόλο της παθολογικής ζήλειας στην διάπραξη μιας γυναικοκτονίας, θα πρέπει πρώτα να προβούμε σε μία ψυχαναλυτική κατανόηση της ζήλειας.  

Η ζήλια έχει τις ρίζες της στην αγάπη και δεν είναι απαραίτητα παθολογική. Η ικανότητα να βιώσει μάλιστα κανείς ζήλια αποτελεί αναπτυξιακό επίτευγμα καθώς δεν γεννιόμαστε με την ικανότητα αυτή έμφυτη. Η ζήλεια, συνεπώς, δεν είναι παρούσα από την αρχή της ζωής, αλλά γεννιέται όταν το βρέφος αρχίζει να συνειδητοποιεί την ύπαρξη του γονεϊκού ζεύγους. Υπό αυτή την έννοια η ζήλεια αναφέρεται στην τριαδική σχέση και έχει τις ρίζες της στην πρώτη σχέση με την μητέρα. 

Η μητέρα είναι η πηγή όλων των αγαθών και συμβολίζει οτιδήποτε επιθυμεί να κατέχει το βρέφος. Η σχέση του βρέφους με την μητέρα περιέχει τόσο συναισθήματα αγάπης (αγαπώ την μητέρα γιατί μου καλύπτει όλες τις ανάγκες), όσο και μίσους (μισώ την μητέρα που ματαιώνει της ανάγκες μου). Η ζήλεια, ωστόσο, βασίζεται στην αγάπη του για την μητέρα και πυροδοτείται από τον φόβο ότι μπορεί να την στερηθεί εξαιτίας ενός τρίτου προσώπου (πραγματικού ή φανταστικού). Το βρέφος επιτίθεται στο αντικείμενο αγάπης του, την μητέρα, καθώς αυτή κατέχει όσα επιθυμεί να έχει το ίδιο αλλά του τα στερεί με την απουσία της. 

Ο τρόπος με τον οποίο η μητέρα θα διαχειριστεί την επιθυμία του παιδιού για αποκλειστική κατοχή της, σε συνδυασμό με το πως θα εισάγει τον πατέρα στο παιδί και την δυνατότητα δημιουργίας ενός ασφαλούς περιβάλλοντος όπου μπορούν να φιλοξενηθούν αυτές οι έντονες επιθυμίες, θα καθορίσει την ένταση και την έκφραση της ζήλειας. Γνωρίζουμε ότι όταν το βρέφος έρχεται στον κόσμο είναι απόλυτα προσκολλημένο πάνω στην μητέρα, καθώς χωρίς την φροντίδα της δεν μπορεί να επιβιώσει. Μια «αρκετά καλή» μητέρα παρέχει ένα περιβάλλον ασφάλειας και φροντίδας στο παιδί ικανοποιώντας τις ανάγκες του. Μέσα από αυτή την φροντίδα το παιδί αρχίζει και αντιλαμβάνεται την αγάπη της μητέρας και έτσι οικοδομείται μέσα του μία αίσθηση εαυτού : «με αγαπούν άρα υπάρχω». Έτσι λοιπόν, στην αρχή της ζωής του το βρέφος υπάρχει μέσα από την αγάπη της μητέρας και κυρίως μέσα από αυτή την, αρχικά, συμβιωτική αυτή σχέση. 

Είναι πολύ σημαντικό, ωστόσο, η μητέρα να αρχίζει  σιγά σιγά και «αποτυγχάνει συστηματικά», να απομακρύνει δηλαδή την φροντίδα της όταν το βρέφος δεν την έχει πλέον ανάγκη. Ο αποχωρισμός από την μητέρα, αν και εξαιρετικά επώδυνος, αποτελεί απαραίτητη συνθήκη για την ανάπτυξη ενός υγιούς ψυχολογικού εαυτού, την συνειδητοποίηση της ετερότητας, το χτίσιμο ανοχής στην ματαίωση και – αν η μητέρα τον διαχειριστεί σωστά – δίνει μία αίσθηση ασφάλειας στο παιδί το οποίο μπορεί να υπάρχει και να πορευτεί στην ζωή ως ξεχωριστή οντότητα. Αν ένας άνθρωπος μεγαλώσει μέσα σε ένα κακοποιητικό ή συναισθηματικά αποστερημένο περιβάλλον, τότε η διαδικασία του αποχωρισμού καθίσταται δύσκολη. Το παιδί δεν μπορεί να αποχωριστεί πραγματικά την μητέρα και είναι καταδικασμένο να αναζητά αργότερα ως ενήλικας την αγάπη μέσα από την ψευδαίσθηση δημιουργίας μίας εξίσου συμβιωτικής σχέσης. 

Αντίθετα, ένας άνθρωπος που έχει μεγαλώσει σε ένα ασφαλές περιβάλλον έχοντας μία αρκετά καλή μητέρα που κατάφερε να ανταποκριθεί στις ανάγκες του σε ικανοποιητικό βαθμό, τότε μπορεί και συγχωρεί ελαττώματά τόσο στην ίδια όσο και μεταγενέστερα σε άλλους ανθρώπους. Το παιδί που μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον ασφάλειας και αγάπης μπορεί αργότερα να αντιλαμβάνεται την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης η οποία έχει τόσο θετικά όσο και αρνητικά στοιχεία. Αποκτά μία αίσθηση ασφάλειας και έχει την ικανότητα να μεταβολίζει ψυχικά τον θυμό και την οργή του χωρίς να τα εκδραματίζει. 

Βασικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του συζυγοκτόνου

Βασικό χαρακτηριστικό του άνδρα που διαπράτει γυναικοκτονία είναι η ανασφάλεια, σε συνδυασμό με την πολύ χαμηλή αυτοπεποίθηση και τα έντονα συμπλέγματα κατωτερότητας. Το οξύμωρο είναι ότι οι άντρες αυτοί πολλές φορές παρουσιάζουν μία εντελώς διαφορετική εικόνα: μία πλαστή εικόνα αυτοπεποίθησης, σιγουριάς και ασφάλειας.

Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό των προσωπικοτήτων αυτών είναι η ανικανότητα τους να αγαπήσουν και να σχετιστούν με αμοιβαιότητα. Για να αγαπήσει κάποιος βαθειά θα πρέπει να μπορεί να συνειδητοποιήσει ότι το αντικείμενο αγάπης του υπάρχει ως ξεχωριστή οντότητα και όχι ως υποχείριο ή προέκταση του εαυτού του. Οι άντρες αυτοί παρουσιάζονται αρχικά ως πολύ περιποιητικοί και φροντιστικοί. Είναι «πάντα εκεί», πρόθυμοι να ικανοποιήσουν όλες τις ανάγκες της συντρόφου τους. Ωστόσο, αυτό είναι ψεύτικο. Η δοτικότητα του «κακοποιητικού άντρα» δεν αντανακλά ένα πηγαίο και αυθεντικό αίσθημα αγάπης και ευγνωμοσύνης, αλλά είναι μία προσπάθεια να αποκομήσουν δευτερογενή οφέλη. Με άλλα λόγια, δίνουν όχι γιατί επιθυμούν να δώσουν, αλλά γιατί επιθυμούν να σαγηνεύσουν το αντικείμενο αγάπης.  

Η εσωτερική ανασφάλεια, τα αισθήματα κατωτερότητας και η έλλειψη αυτοπεποίθησης του γυναικοκτόνου αντανακλούν την «ναρκισσιστική του ευαλωτότητα». Ένα ναρκισσιστικά ευάλωτο άτομο νιώθει συνέχεια απειλή, ταπείνωση και φόβο. Νιώθει συνεχώς να βρίσκεται κάτω από απειλή και βιώνει έντονη ζήλεια. 

Η παθολογική ζήλεια του άνδρα που οδηγείται σε γυναικοκτονία περνάει μέσα από πολλά στάδια. Η ζήλεια αυτή είναι ιδιαίτερα παθολογική και αντανακλά συναισθηματική ανεπάρκεια και ανασφάλεια. Συνήθως, ξεκινά με ήπιες εκδηλώσεις ζήλειας, αλλά γρήγορα κορυφώνεται σε άλλες ιδιαίτερα καταπιεστικές μορφές ελέγχου (έλεγχος του τηλεφώνου, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης κτλ).

Η ζήλεια πάει χέρι-χέρι με ένα άλλο ψυχικό χαρακτηριστικό, την παράνοια. Ως άλλος Οθέλλος, ο δράστης της γυναικοκτονίας συνήθως δημιουργεί μία πραγματικότητα στο μυαλό του την οποία αρχίζει και πιστεύει ακράδαντα. Προσπαθεί να κατασκευάσει ιστορίες στις οποίες η σύντροφος του τον βλάπτει ή τον απατά και ερμηνεύει τα πάντα προς αυτή την κατεύθυνση. Η παράνοια του, ωστόσο, αντανακλά την εσωτερική του πραγματικότητα: μία πραγματικότητα γεμάτη από καταδιωκτικά συναισθήματα, απειλή και τρόμο. Σιγά σιγά η εσωτερική του πραγματικότητα διαδέχεται την εξωτερική και οι δύο αυτές πραγματικότητες γίνονται ένα. Η παράνοια είναι το ψυχικό καταφύγιο στο οποίο υποχωρεί προκειμένου να αποφύγει την ψυχική του πραγματικότητα. 

Λόγω της ναρκισσιστικής του ευαλωττότητας, ο άντρας που διαπράττει γυναικοκτονία αδυνατεί να αντέξει τα συναισθήματα του και να μεταβολίσει την ζήλια του και για αυτό τα εκδραματίζει: τα εκδηλώνει δηλαδή μέσα από τη συμπεριφορά του. Συνήθως αυτή η εκδραμάτιση ξεκινά με φωνές που σταδιακά κλιμακώνονται σε απόπειρες ξυλοδαρμου, σε ξυλοδαρμό και σε ορισμένες περιπτώσεις σε φόνο. Νιώθει βαθύτατα ταπεινωμένος και εξευτελισμένος και η βία είναι ο μόνος τρόπος να αμυνθεί για τον εξευτελισμό τον οποίο υπέστη στο νου του. Μέσα από την βία επαναφέρει την ναρκισσιστική του ομοιόσταση. 

Οι άντρες που οδηγούνται σε μία τέτοια αποτρόπαια πράξη είναι απόλυτα εξάρτημένοι από τις συντρόφους τους. Ο συζυγοκτόνος μισεί την σύντροφο του ακριβώς επειδή την χρειάζεται. Δεν την χρειάζεται όμως ώριμα και συμπληρωματικά, αλλά επιθυμεί να την κατέχει ολοκληρωτικά. Δεν επιθυμεί μία σχέση η οποία απαρτίζεται από δύο ισότιμους και διαφορετικούς συντρόφους, αλλά επιθυμεί μία σχέση απόλυτη συμβίωσης, όπως η σχέση μητέρας – βρέφους. Παράλληλα, μισεί εξίσου τον εαυτό του καθώς αντιλαμβάνεται ότι είναι βαθύτατα εξαρτημένος και παθολογικά προσκολλημένος πάνω της.

Στον παρανομαστή κάθε γυναικοκτονίας βρίσκεται η επιθυμία ολοκληρωτικής κατοχής και απόλυτου ελέγχου της γυναίκας. Ο άντρας κακοποιητής τρομάζει να σχετιστεί μαζί της ελεύθερα, αυθόρμητα και αυθεντικά μέσα από την ολότητα της ύπαρξης του. Αρνείται να δει ότι η γυναίκα υπάρχει ανεξάρτητα από τον ίδιο και επιθυμεί να την θέσει κάτω από τον σαδιστικό του έλεγχο.  Όταν αντιλαμβάνεται ότι αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί, οδηγείται στο να καταστρέψει το αντικείμενο αγάπης, καθώς δεν μπορεί να το κατέχει ολοκληρωτικά. «Αφού δεν μπορώ να σε κατέχω, θα σε καταστρέψω», του υπαγορεύει η ψυχική του πραγματικότητα. Καταστρέφοντας το αντικείμενο αγάπης, ο γυναικοκτόνος προσπαθεί ασυνείδητα να σκοτώσει και τα συναισθήματα εξάρτησης που νιώθει απέναντι στην σύντροφό του. Προσπαθεί να σκοτώσει την ανάγκη και την ευαλωτότητα του. Όσο οξύμωρο και αν ακούγεται, η γυναικοκτονία εδώ δεν αποτελεί πράξη αποχωρισμού αλλά απόλυτης συμβίωσης, καθώς με τον φόνο της γυναίκας ο συζυγοκτόνος αισθάνεται ότι πλέον την κατέχει ολοκληρωτικά διότι δεν μπορεί πλέον να φύγει. 

Η γυναικοκτονία συνιστά επίθεση στις πηγές της ζωής, στην ίδια τη ζωή. Συνιστά πραγματικό ακρωτηριασμό της ύπαρξης. Είναι καταστροφή του αντικειμένου που αγαπήθηκε τόσο ναρκισσιστικά που δεν θα μπορούσε να υπάρξει ελεύθερο και ανεξάρτητο έξω από τον απόλυτο έλεγχο του άντρα κακοποιητή.