Είναι στη φύση του ανθρώπου, κατά την άποψη μου, να προσπαθεί να αποφύγει το άγχος και τον ψυχικό πόνο με κάθε κόστος. Aυτή ήταν η πρώτη διαπίστωση στην οποία προέβη ο Freud, πριν από περίπου έναν αιώνα, ο οποίος διατύπωσε αυτό που πολλοί προγενέστεροι του φιλόσοφοι είχαν από καιρό διαπίστωσει: ότι η ανθρώπινη ψυχή διέπεται από την αρχή της ηδονής/ευχαρίστησης και είναι στη φύση της να την επιδιώκει.

Ο Freud, ωστόσο, ήθελε να αναλύσει κι όχι να συνθέσει την ψυχή. Έτσι, είδε αρχικά τον ανθρώπινο ψυχισμό να ρέπει προς την ευχαρίστηση και να προσπαθεί να αποφεύγει οτιδήποτε ψυχικά επώδυνο.Κατά τη διάρκεια της κλινικής του εργασίας, ωστόσο, ήρθε αντιμέτωπος με κλινικά φαινόμενα και ψυχικές καταστάσεις οι οποίες δε μπορούσαν να εξηγηθούν μέσω της αρχικής του θεωρίας περί της «αρχής της ηδονής». Έτσι, λοιπόν, ευλόγως ο Freud διερωτήθηκε: Αν πράγματι οι άνθρωποι επιζητούν μανιωδώς την ευτυχία, τότε γιατί εμπλέκονται σε επαναλαμβανόμενα τραυματικές καταστάσεις;

Σήμερα, η κλινική εργασία με άτομα που αντιμετωπίζουν σοβαρές συναισθηματικές δυσκολίες μας έχει οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι δύο μεγαλύτεροι φόβοι ενός ανθρώπου είναι το άγχος (φόβος) θανάτου/αφανισμού και ο φόβος (άγχος) εγκατάλειψης.

Πράγματι, όταν το βρέφος έρχεται στον κόσμο είναι βιολογικά αδύνατον να επιβιώσει χωρίς τη συμβολή του προσώπου που το φροντίζει. Αισθάνεται ότι θα πεθάνει, ότι θα αφανιστεί. Για να μπορέσει να επιβιώσει εισέρχεται σε μία «ψυχωσική» κατάσταση ναρκισσιστικής παντοδυναμίας πιστεύοντας ότι προκαλεί το οτιδήποτε συμβαίνει στο περιβάλλον του. Συνεπώς, δε μπορεί να αντιληφθεί ότι υπάρχει ένα πρόσωπο πέραν του εαυτού του που το φροντίζει.Το βρέφος έτσι λαμβάνει τον εαυτό του ως αντικείμενο αγάπης και ως επίκεντρο του κόσμου.

Σταδιακά όμως, αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι υπάρχει ένα πρόσωπο «έξω από τον εαυτό του» που το φροντίζει κι αν το πρόσωπο αυτό σταματήσει να το φροντίζει, τότε δε θα επιβιώσει. Η συνειδητοποίηση του Άλλου από το βρέφος και κατ’επέκταση η κατάρρευση της παντοδυναμίας του το γεμίζει με ένα ανυπόφορο άγχος καθώς είναι απόλυτα εξαρτημένο από τον Άλλο (εν προκειμένω τη μητέρα) για να επιβιώσει.

Η κατάρρευση της παντοδυναμίας του βρέφους είναι το μεγαλύτερο ναρκισσιστικό τραύμα που βιώνει. Για να προστατευτεί από αυτό το άγχος το βρέφος «σκίζει» στη φαντασία του τη μητέρα σε «καλή» και «κακή». Έτσι βιώνει δύο μητέρες: την μητέρα που ικανοποιεί τις αναγκες του και την οποία αγαπά («καλή μητέρα») και ταυτόχρονα την μητέρα που ματαιώνει τις ανάγκες του και την οποία μισεί («κακή μητέρα»).

Η κορωνίδα της ψυχικής ωρίμανσης ενός ανθρώπου συνίσταται στην σύνθεση των συναισθημάτων αγάπης και μίσους προς το ίδιο πρόσωπο, αυτό που ονομάζουμε “αμφιθυμία”: την ικανότητα δηλαδή να διατηρούμε αντίθετα συναισθήματα προς ένα αγαπημένο πρόσωπο. Αυτό είναι ιδιαίτερα έκδηλο στις ερωτικές σχέσεις.

Σε καταστάσεις έντονου άγχους, ωστόσο, η ικανότητα ανοχής της ματαίωσης και της αμφιθυμίας καταρρέει. Σε αυτές τις καταστάσεις ο άνθρωπος τείνει να οπισθοχωρεί ναρκισσιστικά, καταφεύγοντας σε ένα «ψυχωσικό καταφύγιο». Ο ναρκισσισμός και η ψύχωση εχουν έναν κοινό παρανομαστή: το βίωμα μιας υποκειμενικής συναισθηματικής κατάστασης ως καθολικό και πραγματικό.

Στην κατάσταση αυτή η εσωτερική πραγματικότητα αντικαθιστά την εξωτερική και αυτό που βιώνει το άτομο φαντάζει ως η μοναδική «αλήθεια» αγνοώντας πλήρως την ψυχική υπόσταση και ύπαρξη του Άλλου. Το άτομο αισθάνεται ότι υπάρχει μόνο αυτό που νιώθει αδυνατώντας να γίνει κοινωνός της ψυχικής πραγματικότητας ενός άλλου ανθρώπου. Στο «καταφύγιο» αυτό βρίσκεται μονάχα αυτός και το συναίσθημα του.

Η ψυχή όμως του ανθρώπου ομορφαίνει όταν μπορεί και επεκτείνεται «πέρα από το καλό και το κακό»: όταν, όπως έγραψε κι ένας ανατόμος του ανθρώπινου ψυχισμού, «η ψυχή του γίνεται πιο βαθειά από την πληγή του».