Σύμφωνα με την Γένεση, η οποία αποτελεί το πρώτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, ο Θεός δημιούργησε έναν παροιμιώδους ομορφιάς περιφραγμένο τόπο, γνωστό ως ‘Κήπο της Εδέμ’ ή ‘Παράδεισο’. Στον κήπο αυτό, ο οποίος ήταν γεμάτος από καρποφόρα δέντρα, ο Θεός τοποθέτησε τον Αδάμ. Δύο από τα δέντρα του Κήπου της Εδέμ ήταν το Δέντρο της Ζωής και το Δέντρο της Γνώσης του Καλού και του Κακού. Ο Θεός είπε στον Αδάμ ότι μπορεί να γευτεί ελεύθερα όλους τους καρπούς του κήπου, εκτός από τον καρπό του Δέντρου της Γνώσης του Καλού και του Κακού, ο οποίος ήταν απαγορευμένος. Κατόπιν, δημιούργησε την Εύα, ως σύντροφο του Αδάμ.

Ο Αδάμ και η Εύα φαίνεται να έχουν χαμηλή αυτογνωσία. Όπως αναφέρει το Βιβλικό ανάγνωσμα, οι πρωτόπλαστοι ήταν γυμνοί, χωρίς όμως να αισθάνονται ντροπή για την γύμνια τους. Η φράση αυτή υποδηλώνει, κατά την άποψη μου, ότι θεωρούνταν απολύτως φυσιολογικό για τους ανθρώπους να νιώθουν ντροπή για την γύμνια τους (διαφορετικά δεν θα αναφέρονταν τίποτε για την απουσία αυτής).

Στο τρίτο εδάφιο της Γένεσης, εμφανίζεται ο όφις, ο οποίος προσεγγίζει την Εύα και προσπαθεί να την πείσει να φάει τον απαγορευμένο καρπό από το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού. Ο όφις λέει στην Εύα ότι αν φάει τον απαγορευμένο καρπό όχι μόνο δεν θα πεθάνει, αλλά θα ανοίξουν τα μάτια της και γίνει σαν τον Θεό: θα μπορεί να γνωρίζει το κακό από το καλό. Η Εύα πείθεται και τρώει τον απαγορευμένο καρπό τον οποίο δίνει και στον Αδάμ. Οι πρωτόπλαστοί ξυπνούν, έχοντας αυτογνωσία και συναίσθηση της γύμνιας τους για πρώτη φορά. Ο Θεός οργίζεται μαζί τους και τους διώχνει από τον παράδεισο προϊδεάζοντάς τους για τις δυσκολίες της θνητής ζωής τους

H βιβλική αυτή παραβολή, όπως εγώ την αντιλαμβάνομαι, αντανακλά το ψυχικό ταξίδι που διανύει ένας άνθρωπος από τον βρεφικό ‘ναρκισσιστικό παράδεισο’ στην επώδυνη αυτογνωσία. Αυτογνωσία είναι η επώδυνη επαφή ενός ανθρώπου με την ψυχική και συναισθηματική του πραγματικότητα. Η επαφή αυτή είναι φύσει επώδυνη καθώς προϋποθέτει συνειδητή γνώση της ευαλωτότητας μας καθώς και της ικανότητάς να προκαλέσουμε κακό.

Προϋποθέτει την ικανότητα ενός ανθρώπου να σηκώσει στις πλάτες του το βάρος της συναισθηματικής του αλήθειας περνώντας έτσι από τις συμπληγάδες της ύπαρξης του χωρίς να συντριβεί. Η αυτογνωσία είναι η ικανότητα ενός ανθρώπου να μεταβολίσει συναισθηματικά οδυνηρά συναισθήματα τα οποία μέχρι πρότινος προσπαθούσε να αποφύγει. Υποδηλώνει την ψυχική ανθεκτικότητα ενός ανθρώπου ο οποίος μπορεί να αντέξει τους φόβους και τις ανασφάλειες του, χωρίς να τους εκδραματίζει ή να αναζητά ‘παραδείσια καταφύγια’.

Το προπατορικό αμάρτημα, από συμβολική άποψη, ήταν αναγκαία και απαραίτητη συνθήκη για την συναισθηματική ωρίμανση του ανθρώπου. Συνιστά μία πράξη αποχωρισμού και ατομικοποίησης από τον Θεό – μητέρα με τον οποίο μέχρι πρότινος οι πρωτόπλαστοι αισθάνονταν συγχωνευμένοι, βρισκόμενη σε μία κατάσταση βρεφικής παντοδυναμίας.

Το βρέφος όταν έρχεται στον κόσμο βρίσκεται σε ένα στάδιο απόλυτης εξάρτησης από την μητέρα, η οποία ικανοποιεί όλες του τις ανάγκες. Λόγω της ναρκισσιστικής του φύσης, το βρέφος βιώνει συναισθήματα παντοδυναμίας. Αισθάνεται ότι οτιδήποτε συμβαίνει στο περιβάλλον του το δημιουργεί το ίδιο. Βλέπει την μητέρα ως προέκταση του εαυτού του η οποία υπάρχει μόνον για να ικανοποιεί της ανάγκες του.

Όμως η ζωή δεν λειτουργεί έτσι. Η σωστή μητρική φροντίδα έχει ως στόχο την προαγωγή της ανεξαρτησίας του βρέφους υποβοηθώντας την μετατόπιση του από ένα στάδιο απόλυτης εξάρτησης σε ένα στάδιο σχετικής ανεξαρτησίας. Η ‘αρκετά καλή μητέρα’ συμβάλλει στην ναρκισσιστική κατάρρευση του βρέφους.

Πράγματι, η φυσιολογική ανάπτυξη του ανθρώπου χαρακτηρίζεται από έναν βαθμό ναρκισσιστικής κατάρρευσης. Με άλλα λόγια, θα πρέπει η μητέρα, όπως ο Θεός, να απομακρύνει το βρέφος από τον ‘Κήπο της Εδέμ’ και να το εισάγει στην πραγματικότητα της ζωής. Αυτό, άλλωστε έκανε και ο Θεός στο Βιβλικό ανάγνωσμα: απομάκρυνε τους πρωτόπλαστους από την παραδείσια κατάστασή τους προετοιμάζοντας τους για τις οδύνες, τον πόνο και τις δυσκολίες της ζωής. Γιατί η ζωή είναι επώδυνη.

H γνώση του εαυτού, ωστόσο, ακολουθείται πάντοτε από συναισθήματα ενοχής και ντροπής. Τα συναισθήματα αυτά είναι έκδηλα στην Βιβλική παραβολή. Αμέσως μόλις γεύτηκαν τον καρπό από το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού, οι πρωτόπλαστοι ένιωσαν ενοχή και ντροπή απέναντι στον Θεό την οποία έτρεξαν να καλύψουν. Για πρώτη φορά απέκτησαν συνείδηση των πράξεων τους, καθώς και τον αντίκτυπο που αυτές είχαν. Απέκτησαν γνώση του κακού και του καλού. Η ενοχή και η συνείδηση δεν είναι έμφυτες σε έναν άνθρωπο αλλά προϋποθέτουν γνώση του εαυτού αφενός, και αναγνώριση της ύπαρξης του άλλου αφετέρου. Για αυτόν τον λόγo τα συναισθήματα αυτά είναι σχεδόν απόντα σε βρεφικές, ναρκισσιστικές και ψυχοπαθητικές προσωπικότητες, όπου οι άλλοι υπάρχουν μόνο για να ικανοποιούν τις ανάγκες του ατόμου.

Δεν είναι άλλωστε λίγες οι φορές που θεωρούμε ότι μπορούμε να αντιμετωπίζουμε τον ψυχικό μας πόνο αποσυρόμενοι μέσα σε έναν ‘παραδεισένιο κήπο’ που μας αποκόπτει από το βίωμα της οδυνηρής εμπειρίας. Οι κήποι αυτοί αποτελούν ψυχικά καταφύγια που προσφέρουν ασφάλεια από ανυπόφορα άγχη. Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι τα καταφύγια αυτά εντείνουν μακροπρόθεσμα τον πόνο απομακρύνοντας τον άνθρωπο από το συνειδητό βίωμα της εμπειρίας του.

Αυτό νομίζω ότι είναι και το συμβολικό νόημα της Βιβλικής παραβολής: ότι η ψυχική γαλήνη (συμβολικά, ο παράδεισος) είναι κάτι που πρέπει κερδηθεί και να παλέψει κανείς σκληρά για αυτήν. Διότι δεν μπορεί κανείς να φτάσει στον ‘Κήπο της Εδέμ’ αν δεν περάσει πρώτα από τον ‘Κήπο της Αυτογνωσίας’.