Η παραμονή της πρωτοχρονιάς ήταν πάντοτε μία ημέρα υψηλής συμβολικής σημασίας και ορόσημο αλλαγής. Για πολλούς ανθρώπους σηματοδοτεί εφαλτήριο προσδοκιών, στόχων και προσωπικών φιλοδοξιών. Ίσως να μην υπάρχει ωραιότερη φράση που να αναδεικνύει μεστότερα την συμβολική σημαντικότητα της ημέρας από αυτήν που με περισσή γλαφυρότητα και λακωνικότητα παραθέτει ο Νίτσε: «Κάθε χρόνο, τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς, ανοίγεται μπρος μας η μυστηριωδία της αντίθεσης του Είναι και του Γίγνεσθαι».

Αυτό που νομίζω ότι ήθελε να αναδείξει ο Νίτσε, ή τουλάχιστον αυτή είναι η δική μου ερμηνεία και κατανόηση της φράσης, είναι η σύγκρουση μεταξύ αυτού που «είναι» κάποιος και αυτού που θα μπορούσε να γίνει. Της ζωής που ζει κανείς και της ζωής που θα ήθελε να ζει. Εδώ  αναφέρεται, θεωρώ, η λέξη «γίγνεσθαι» η οποία σηματοδοτεί, από φιλοσοφική και υπαρξιακή σκοπιά, την διαρκή εξέλιξη και αλλαγή, καθώς και την σύνθεση και ανασυγκρότηση που προκύπτουν μέσα από τις  διάφορες συγκρούσεις και αντιθέσεις. 

Τις περισσότερες φορές, ωστόσο, ο αρχικός ενθουσιασμός που δημιουργείται με την έλευση του νέου χρόνου και της αλλαγής καταρρέει γρήγορα, ενώ η αρχική αισιοδοξία μετατρέπεται σε πεσιμισμό, απελπισία και σε ορισμένες περιπτώσεις, πλήρη απόγνωση. Στις παρακάτω γραμμές θα επιχειρήσω να συζητήσω μία βασική, κατά την άποψη μου, αιτία που εμποδίζει έναν άνθρωπο να αλλάξει, καθιστώντας τον έτσι έναν σύγχρονο Προμηθέα: έναν δεσμώτη της ύπαρξης, καταδικασμένο στο καταναγκαστικό βίωμα μίας οδυνηρής πραγματικότητας και ενός βασανιστηρίου δίχως τέλος. Η αιτία αυτή, είναι το αέναο κυνήγι της παραδείσιας κατάστασης που λέγεται ευτυχία.

Προσωπικά, θεωρώ το κυνήγι της ευτυχίας το σημαντικότερο ατόπημα της ύπαρξης. Παραδοσιακά, η παραμονή της πρωτοχρονιάς βρίθει μηνυμάτων που αναδεικνύουν την ανάγκη για ευτυχία, θέτοντας μάλιστα την τελευταία ως τον σημαντικότερο στόχο για την νέα χρονιά. Σαφώς, όλοι οι άνθρωποι επιθυμούν να είναι ευτυχισμένοι και ευλόγως μάλιστα. Η ζωή είναι δύσκολη, επώδυνη και ο άνθρωπος ψάχνει αντίδοτα στην οδύνη αυτή της ύπαρξης.  Το πραγματικό ατόπημα ωστόσο βρίσκεται στο είδος, την ποιότητα και την ερμηνεία που δίνουμε στην ευτυχία και όχι στην ευτυχία καθέ αυτή.

Πράγματι, δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι οι οποίοι θεωρούν ότι το νόημα της ζωής βρίσκεται στην ευτυχία. Η άποψη αυτή πιστεύω ότι είναι τόσο παραπλανητική όσο και επικίνδυνη. Η ευτυχία δεν μπορεί να αποτελεί βαρόμετρο της ύπαρξης και δεν μπορούμε να κρίνουμε την ζωή μας με κριτήριο την ευτυχία. Διότι αν το νόημα είναι η ευτυχία, πώς θα αντέξει κανείς τις στιγμές δυστυχίας της ζωής οι οποίες είναι σημαντικά πολύ περισσότερες; Σαφώς, στην ζωή υπάρχουν στιγμές ευτυχίας και πρέπει να είμαστε ευγνώμονες, ωστόσο δεν διαρκούν πολύ. Η φύση της ζωής είναι τέτοια που δεν επιτρέπει στην ευτυχία να αποτελεί ρυθμιστικό παράγοντα της ύπαρξης. 

Δυστυχώς, η άποψη ότι η ευτυχία είναι το υπέρτατο αγαθό έχει μετατρέψει την ζωή σε μία άβυσσο ματαιοδοξίας και κατάθλιψης. Η θέση ότι η ευτυχία αποτελεί τον σημαντικότερο σκοπό της ζωής είναι ιδιαίτερα θελκτική και πολλές φορές διατυπώνεται από τους ‘κήρυκες’ και τις ‘σειρήνες της ευτυχίας’. Πράγματι, οι ‘σειρήνες της ευτυχίας’ ομοιάζουν με τις Σειρήνες που συνάντησε ο Οδυσσέας στο μακρύ και επίπονο ταξίδι επιστροφής του στην Ιθάκη. Οι θαλάσσιοι αυτοί δαίμονες γοήτευαν με το τραγούδι τους τους ανυποψίαστους ταξιδιώτες, οι οποίοι μαγεμένοι από το τραγούδι τους τις πλησίαζαν και έτσι κατασπαράζονταν από αυτές. Η ρητορική της ευτυχίας λειτουργεί ακριβώς με τον ίδιο τρόπο: σαγηνεύει τους ανθρώπους, οι οποίοι χάνουν τον προορισμό τους παγιδεύονται σε μία αδιέξοδη κατάσταση και κατασπαράζονται έτσι από το πλήρωμα του χρόνου έχοντας κατασπαταλήσει την ύπαρξη τους σε ένα αέναο κυνήγι μίας μη επιτεύξιμης κατάστασης. Για αυτό είναι πολύ σημαντικό να μπορεί να κλείνει κανείς τα ώτα του στους κήρυκες και τις “σειρήνες” της ευτυχίας.

Αν υπάρχει, ωστόσο, ένα είδος ευτυχίας το οποίο ρεαλιστικά μπορούμε να πετύχουμε ως άνθρωποι είναι αυτό που χιλιάδες χρόνια πριν ο Αριστοτέλης στα Ηθικά του Νικομάχεια ονόμασε ευδαιμονία.  Η ευδαιμονία είναι μία ευχάριστη ψυχική κατάσταση, η οποία προκύπτει από την εργασία πάνω στον υψηλότερο και ευγενέστερο σκοπό. Αυτό που διαφοροποιεί την Αριστοτελική ευτυχία, από τις σημερινές ‘σειρήνες της ευτυχίας’ είναι ότι ο Αριστοτέλης είδε την ευτυχία ως αποτέλεσμα της αναζήτησης του νοήματος και του σκοπού της ζωής. Έτσι, έθεσε το άτομο προ των ευθυνών του, διατυπώνοντας ότι ο απώτερος σκοπός της ζωής είναι η ευδαιμονία, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αναζήτηση νοήματος και την εργασία πάνω στον ανώτερο – για τον καθένα – σκοπό της ζωής.  

Η εύρεση νοήματος  και η αναζήτηση ενός ευγενούς σκοπού είναι η απάντηση στο αίνιγμα της ζωής. Το νόημα, το οποίο αντανακλά τις δημιουργικές δυνάμεις της ζωής, δεν είναι μόνον υπαρξιακή, αλλά κυρίως ενστικτώδης ανάγκη του ανθρώπου. Βασίζεται στην αγάπη, την προσφορά και την δημιουργία. Το νόημα και η αίσθηση του καθήκοντος γεμίζουν την ψυχή του ανθρώπου με το απαραίτητο θάρρος και κουράγιο να αντέξει τα δεινά της ζωής. Ο άνθρωπος που εθελοντικά αναλαμβάνει την ευθύνη της ύπαρξης του αποκτά το απαραίτητο ψυχικό σθένος και ρώμη να αντιμετωπίσει τα δεινά της ζωής. 

Στον παρανομαστή της εύρεσης νοήματος βρίσκεται η  ανάληψη της ευθύνης για τον εαυτό. Πράγματι, για να μπορέσει κανείς να δημιουργήσει και να προσφέρει, θα πρέπει να αποβάλλει τον ναρκισσισμό του (στην παθολογική του μορφή) και να μπορέσει να σηκώσει στις πλάτες του το βάρος της ύπαρξης του, χωρίς να το φορτώνει σε κάποιον άλλο. 

Αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει την ικανότητα του να αντέχει κανείς την συναισθηματική του πραγματικότητα, να αναγνωρίζει τα συναισθήματά του και να αναλαμβάνει την ευθύνη αυτών που νιώθει. Η ανάληψη ευθύνης για τον εαυτό δεν συνεπάγεται την άρνηση της ψυχικής πραγματικότητας ούτε το ‘άδειασμα’ αυτής μέσα σε κάποιο άλλο άτομο. Αντιθέτως, συνεπάγεται την συναισθηματική ωριμότητα, την παραδοχή της αλήθειας, την πίστη στις δημιουργικές δυνάμεις ενός ανθρώπου και το ξεπέρασμα του ναρκισσισμού του. 

Όταν το νόημα απουσιάζει, τότε το φορτίο της ζωής γίνεται αφόρητο .Όταν το νόημα της ζωής αγνοείται, τότε ο άνθρωπος αδυνατεί να βιώσει το οποιοδήποτε θετικό συναίσθημα.  Eκεί όπου η αίσθηση καθήκοντος εκλείπει, εκεί τα δεινά της ύπαρξης πολλαπλασιάζονται και ο άνθρωπος συνθλίβεται στις συμπληγάδες της ζωής. Το άτομο που αρνείται να αναλάβει την ευθύνη του εαυτού του και να αναζητήσει έναν ευγενή σκοπό που να δικαιολογεί τις οδύνες της ύπαρξης συντρίβεται από τις μηλόπετρες της ζωής. Κλείνεται μέσα σε ένα σκοτεινό πνευματικό υπόγειο, που έγραψε και ο Ντοστογιέφσκι, από το οποίο αδυνατεί να δραπετεύσει. 

Στον αντίποδα,  η αξιοποίηση των δημιουργικών δυνάμεων ενός ανθρώπου, τον οδηγεί στο να ζήσει μία «αρκετά» ικανοποιητική ζωή. Τοποθετώ το επίρρημα «αρκετά» εντός εισαγωγικών, καθώς είναι αδύνατον να ζήσει κανείς μία απόλυτα ικανοποιητική, πόσο μάλλον ευτυχισμένη ζωή. Μπορεί να ζήσει κανείς μία «αρκετά» ικανοποιητική ζωή που να αιτιολογεί και να νοηματοδοτεί την ύπαρξη του πέραν των περιορισμών και των δυσκολιών αυτής. 

Με αυτόν τον τρόπο μπορεί κανείς να λάβει στην ζωή το μερτικό της ευτυχίας που του αναλογεί. Αρκεί βέβαια να θυμάται ότι το μερτικό αυτό βρίσκεται εκεί που είναι το νόημα, η ευθύνη και ο ευγενής σκοπός.