Ο βιασμός είναι αναμφίβολα ένα από τα πιο απεχθή εγκλήματα. Η φύση της εγκληματικής πράξης είναι τέτοια που εγείρει τις πιο έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις. Πράγματι, όταν κάποιος διαβάζει για περιπτώσεις βιασμού αισθάνεται οργή και μίσος για τον δράστη, ενώ παράλληλα νιώθει συμπάθεια και οίκτο για το θύμα.

Τι ωθεί όμως έναν άνθρωπο να προβεί σε μια τέτοια αποτρόπαια πράξη; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του;

Δυστυχώς, για την ψυχοσύνθεση του βιαστή γνωρίζουμε λίγα πράγματα. Ακόμη λιγότερα γνωρίζουμε για την αιτιοπαθογένεια του φαινομένου. Η εμπειρική έρευνα και η κλινική εργασία με ασθενείς που έχουν εμπλακεί σε σεξουαλικά εγκλήματα, ωστόσο, έχει αρχίσει να συνεισφέρει σταδιακά στην καλύτερη κατανόηση της προσωπικότητας του βιαστή καθώς και την αιτιολογίας της πράξης του βιασμού.

Μελέτες περιπτώσεων αλλά και έρευνες με μεγάλα δείγματα έχουν δείξει ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ατόμων που έχουν διαπράξει σεξουαλικά εγκλήματα έχουν μεγαλώσει σε ιδιαίτερα τραυματικά περιβάλλοντα. Η σωματική, συναισθηματική ή σεξουαλική κακοποίηση διαμόρφωσε ριζικά την προσωπικότητα τους, η οποία χαρακτηρίζεται από σκληρότητα, αναισθησία, καθώς και έλλειψη στοργής, ενσυναίσθησης και ενοχής. Οι άνθρωποι αυτοί είναι συναισθηματικά αποκομμένοι από τον πόνο των άλλων, ενώ αρκετοί από αυτούς εμφανίζουν χαρακτηριστικά ψυχοπαθητικής προσωπικότητας.

Δομικό χαρακτηριστικό της προσωπικότητας του βιαστή ωστόσο είναι το έντονο μίσος του προς τις γυναίκες. Πώς όμως γεννήθηκε το μίσος αυτό;  Η πλειονότητα των βιαστών έχουν μεγαλώσει σε οικογένειες, στις οποίες η στάση της μητέρας ενθάρρυνε και τροφοδότησε την περιφρόνηση προς τις γυναίκες. Οι μητέρες των βιαστών περιγράφονται από τους ίδιους είτε ως σκληρές και κακοποιητικές, είτε ως «αμφιβόλου ηθικής». Έτσι σταδιακά το παιδί αρχίζει να αναπτύσσει μίσος προς την μητέρα η οποία αποτελεί το πρότυπο πάνω στο οποίο στηρίζονται όλες οι μετέπειτα σχέσεις.

Η ψυχαναλυτική θεωρία βλέπει την πράξη του βιασμού ως ένα είδος «κακοήθους καταναγκαστικής επανάληψης». Ο βιαστής ασυνείδητα ταυτίζει κάθε γυναίκα με το με το μητρικό πρότυπο ή την εικόνα που είχε φτιάξει στη φαντασία του για αυτό. Έτσι όλες οι γυναίκες αποκτούν απεχθή χαρακτηριστικά, είναι ελαφρών ηθών και πρέπει να τιμωρηθούν. Στις συνεντεύξεις τους οι άνθρωποι αυτοί χαρακτηρίζουν τις γυναίκες ως «σκουπίδια» που «πήραν αυτό που τους άξιζε». Σπανίως ο βιασμός αφορά την σεξουαλική πράξη, ή για να το πούμε ακριβέστερα, την εκτόνωση της σεξουαλικής ορμής.

Αντιθέτως, ο βιασμός είναι συνήθως μια σαδιστική πράξη. Αυτό που έχει σημασία για τον βιαστή είναι το ότι το θύμα υποφέρει, ταπεινώνεται και εξευτελίζεται. Η σεξουαλική διέγερση ενισχύεται από τον απόλυτο έλεγχο και κυριαρχία που ασκεί στο θύμα. Η ταπείνωση και ο εξευτελισμός του θύματος παίζουν κομβικό ρόλο. Το θύμα αισθάνεται αβοήθητο και αυτό προκαλεί σεξουαλική διέγερση στον βιαστή.  Εισέρχεται έτσι σε μίας μορφής καταναγκαστική επανάληψη όπου προσπαθεί να τιμωρήσει ξανά και ξανά την ίδια γυναίκα. Προσπαθεί να τιμωρήσει την κακοποιητική μητέρα, να πάρει εκδίκηση για τη συμπεριφορά της. Είναι καταδικασμένος ωστόσο σε αυτή την καταναγκαστική επανάληψη καθώς το παρελθόν έχει συμβεί και δε μπορεί να το αλλάξει.

Παρότι η συντριπτική πλειονότητα των βιαστών έχει βιώσει ιδιαίτερα τραυματικά γεγονότα στο παρελθόν, υπάρχουν και περιπτώσεις όπου δεν υπήρχε καμία ένδειξη τραύματος ή κακοποίησης. Οι εγκληματίες αυτοί είναι συνήθως ψυχοπαθητικές προσωπικότητες που δεν αισθάνονται κανένα συναίσθημα για τους άλλους, οι οποίοι απλώς υπάρχουν για να ικανοποιούν τις ανάγκες τους. Αυτά τα χαρακτηριστικά, σε συνδυασμό με έντονο σαδισμό, τα βλέπουμε σε κατά συρροή σεξουαλικούς εγκληματίες.

Από τα όσα γνωρίζουμε μέχρι στιγμής φαίνεται ότι η έντονη κακοποίηση σε συνδυασμό με πρώιμες τραυματικές εμπειρίες αποτελούν προθάλαμο της σεξουαλικής βίας χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση για την εκδήλωση της. Φυσικά, η πολιτεία έχει χρέος να προστατέψει τα μέλη της από κάθε είδους εγκληματική πράξη. Χρέος δικό μας, ωστόσο, είναι να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τις αιτίες που οδηγούν στα φαινόμενα καλλιεργώντας έτσι ένα κλίμα πρόληψης. Όπως έγραψε ο Brittain (1970) στο περίφημο δοκίμιο του «Ο σαδιστής δολοφόνος»: δε μπορούμε να θεραπεύσουμε αυτό που δε μπορούμε να κατανοήσουμε και δε μπορούμε να προλάβουμε αυτό που δε μπορούμε να αντιληφθούμε».