H κατάθλιψη είναι ένα συχνό και πολύ σοβαρό ψυχικό φαινόμενο το οποίο επηρεάζει αρνητικά όλο το φάσμα της λειτουργικότητας ενός ατόμου, συμπεριλαμβάνοντας τις σκέψεις, τα συναισθήματα, και την συμπεριφορά του. Ο σκοτεινός χαρακτήρας  της κατάθλιψης ως κατάστασης της ύπαρξης αποτυπώνεται με τον γλαφυρότερο τρόπο μέσα από την Ελληνική Μυθολογία. Οι Αρχαίοι Έλληνες προσωποποίησαν την κατάθλιψη στο πρόσωπο της θεάς Οϊζύ, η οποία πέραν από την κατάθλιψη ενσάρκωνε την απόλυτη δυστυχία και αθλιότητα. Σύμφωνα με την μυθολογία, μητέρα της Οϊζύ ήταν η ερεβώδης Νύχτα, η οποία γέννησε την Οϊζύ χωρίς να κοιμηθεί με κάποιον από τους θεούς. Η παραβολή αυτή, κατά την άποψη μου, έχει ιδιαίτερα συμβολική σημασία καθώς φανερώνει ότι η κατάθλιψη, πέραν του «σκοτεινού» της χαρακτήρα (κόρη της Νύχτας)  «γεννιέται» απροειδοποίητα και κυρίως δεν είναι αποτέλεσμα μιας δημιουργικής αλληλεπίδρασης (δημιουργικής ερωτικής πράξης) αλλά αποτελεί αντίβαρο σε κάθε προσπάθεια ψυχικής ανάτασης του ατόμου. 

Με το παρόν κείμενο επιθυμώ να παραθέσω μερικές σκέψεις σχετικά με την κατάθλιψη, αντιπαραβάλλοντας την με μία πολύ σημαντική και φυσιολογική ψυχική διεργασία, το πένθος. Αφού παρουσιάσω ορισμένα πράγματα για το που τοποθετείται η κατάθλιψη στο αναπτυξιακό φάσμα του ανθρώπου θα εστιάσω κυρίως στο πως διαφοροποιείται από το πένθος. Θεωρώ την διαφοροποίηση αυτή ιδιαιτέρως σημαντική, καθώς καθορίζει το πότε κανείς θα πρέπει να ζητήσει βοήθεια. Δεδομένου ότι η κατάθλιψη δεν αποτελεί ομοιογενές φαινόμενο, καθώς υπάρχουν πολλά διαφορετικά είδη κατάθλιψης, θα ήθελα να τονίσω ότι αναφέρομαι συγκεκριμένα στην «ψυχογενή» ή «αντιδραστική» κατάθλιψη της οποίας η αιτιολογία βρίσκεται ως επί το πλείστον σε περιβαλλοντικούς παράγοντες και εμφανίζεται κυρίως μετά από κάποιο τραυματικό γεγονός.

Επιθυμώ να ξεκινήσω το κείμενο με μία  αφοριστική διατύπωση, η οποία μπορεί να ακουστεί κατηγορηματική, αλλά δυστυχώς είναι αληθινή: δεν υπάρχει άνθρωπος που να έχει ανοσία στην κατάθλιψη. Ανεξαρτήτως εμπειρίας και ψυχικής ανθεκτικότητας καθένας από εμάς είναι εκτεθειμένος στον κίνδυνο της κατάθλιψης για έναν πολύ συγκεκριμένο λόγο: δεν υπάρχει ανθρώπινο πλάσμα που μπορεί να χωρέσει μέσα του κάθε μορφή αλήθειας σε όλες της τις εκδηλώσεις. Ο Νίτσε το διατύπωσε αυτό αποφθεγματικά, λέγοντας ότι «η αξία του κάθε ανθρώπου μετριέται με το πόση αλήθεια μπορεί να αντέξει». Αν αλλάξουμε την «αξία» με τον όρο «ψυχική ανθεκτικότητα»,  θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ψυχική ανθεκτικότητα ενός ατόμου εξαρτάται από το πόση αλήθεια μπορεί να αντέξει. Σαφώς, δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι την ίδια ψυχική χωρητικότητα, ωστόσο δεν υπάρχει ψυχισμός που να είναι έτοιμος για όλα τα είδη ωμής, ακατέργαστης και αμεταβόλιστης αλήθειας. 

Περισσότερο από έναν αιώνα πριν ο Freud αναρωτήθηκε γιατί ορισμένοι άνθρωποι αντιδρούν σε μια απώλεια με ένα αίσθημα πένθους το οποίο θα βιωθεί, θα επεξεργαστεί και έτσι θα ξεπεραστεί, ενώ άλλoι βουλιάζουν σε μία ανυπόφορη μελαγχολία, όπως ονομαζόταν τότε η κατάθλιψη. Πριν αποπειραθώ να απαντήσω στο δύσκολο αυτό ερώτημα θα επιχειρήσω να δώσω έναν λειτουργικό ορισμό στην κατάθλιψη. 

Κατάθλιψη είναι η αδυναμία να «υποφέρει κανείς εποικοδομητικά». Σημαίνει την κατάρρευση της δυνατότητας ενός ανθρώπου να πενθήσει μία απώλεια. Η κατάθλιψη έρχεται όταν μία απώλεια, ένα τραύμα δηλαδή, ξεπερνά την ικανότητα ενός ανθρώπου να την επεξεργαστεί. Τι σημαίνει να την επεξεργαστεί; Σημαίνει να την πενθήσει. Κατάθλιψη, υπό αυτή την έννοια, είναι η ανικανότητα του ανθρώπου να πενθήσει σε μία χρονική στιγμή μία συγκεκριμένη απώλεια. 

Που τοποθετείται αναπτυξιακά η κατάθλιψη;

Όπως έγραψα και παραπάνω, αναφέρομαι στην ψυχογενή κατάθλιψη η οποία αποτελεί αντίδραση σε μία απώλεια και σχετίζεται κυρίως με περιβαλλοντικούς παράγοντες και έχει σε μεγάλο βαθμό τις ρίζες της στην πρωταρχική σχέση με την μητέρα. Η ποιότητα της σχέσης αυτής, μπορεί είτε να αποτελέσει ασπίδα προστασίας απέναντι στην κατάθλιψη, είτε να οδηγήσει σε σοβαρά ψυχικά ελλείμματα. Τα ελλείμματα αυτά είναι τρύπες στον ψυχισμό ενός ανθρώπου, οι οποίες δημιουργούν ψυχική αιμορραγία. Τα τραύματα αυτά δεν μπορούν σε εκείνη την ευαίσθητη αναπτυξιακή περίοδο να πενθηθούν λόγω της αδυναμίας του ψυχικού οργάνου να τα μεταβολίσει.

Ως ψυχικό φαινόμενο, η κατάθλιψη έχει πρωτίστως να κάνει με την έλλειψη αυτοεκτίμησης. Όταν κανείς παθαίνει κατάθλιψη αισθάνεται να αδειάζει από κάθε ποιοτικό χαρακτηριστικό της ύπαρξης του. Η αυτοεκτίμηση δεν είναι μια ιδιότητα με την οποία γεννιόμαστε, αλλά κάτι που αναπτύσσεται μέσα από την αλληλεπίδραση μας με το πρωταρχικό πρόσωπο φροντίδας, το οποίο ονομάζουμε μητέρα. Ένας σημαντικός ψυχίατρος και ψυχαναλυτής, ο D. Winnicott έγραψε αποφθεγματικά: «τι βλέπει το βρέφος όταν κοιτάζει την μητέρα; Το βρέφος βλέπει τον εαυτό του». Πράγματι, το βρέφος αισθάνεται ότι υπάρχει γιατί το αγαπούν. Συνεπώς, αποκτά ψυχική υπόσταση και ταυτότητα μέσα από την αγάπη και την φροντίδα της μητέρας.

Αν αυτή η αγάπη δεν είναι παρούσα, (η οποία εκφράζεται αρχικά με χάδια, αγκαλιές και κάλυψη των βασικών βιολογικών αναγκών) ειδικότερα τον πρώτο χρόνο ζωής που είναι και ο πιο σημαντικός, τότε εκεί δημιουργείται μία ψυχική προδιάθεση για κατάθλιψη. Αν ένα βρέφος είχε μία μητέρα απούσα συναισθηματικά ή «νεκρή» ψυχικά, τότε επωμίζεται το βάρος της κατάθλιψης και της αδιαφορίας της. Έτσι αποτυγχάνει να αποκτήσει μία συγκροτημένη αίσθηση εαυτού η οποία συνδέεται με χαμηλή ανοχή στην ματαίωση και με έναν ανυπόφορο φόβο κατάρρευσης. Αυτό σημαίνει ότι αργότερα στην ζωή του θα δυσκολεύεται να μεταβολίσει τις δυσκολίες που προκύπτουν αισθανόμενος ότι θα καταρρεύσει ψυχικά. 

Οι δυσκολίες του πρώτου χρόνου και τα ψυχικά ελλείμματα που έχουν δημιουργηθεί οδηγούν σε περαιτέρω προβλήματα σε μία άλλη σημαντική αναπτυξιακή φάση λίγα χρόνια αργότερα, την φάση του αποχωρισμού από την μητέρα. Ο αποχωρισμός από την μητέρα συνιστά την κορυφαία πράξη στην ψυχική ζωή ενός ανθρώπου. Σηματοδοτεί την γέννηση του ψυχικού εαυτού και την αρχή της ύπαρξης. Το πώς, το πότε και υπό ποιες συνθήκες θα επιτευχθεί θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό την ψυχική υγεία ενός ανθρώπου. Συνεπώς, ο αποχωρισμός από την μητέρα, ο οποίος συνάμα αποτελεί και το πρώτο μεγάλο τραύμα στην ζωή ενός ανθρώπου δεν μπορεί να πενθηθεί και έτσι το άτομο παλινδρομεί σε μία συμβιωτική φάση. Στον αντίποδα, αν κανείς διέλθει επιτυχώς από την φάση αυτή, τότε εγκαθιδρύεται μέσα του μία αίσθηση ασφάλειας, σιγουριάς και αυτοπεποίθησης γιατί μπορεί να κλείσει μέσα του, να εσωτερικεύσει δηλαδή, μία μητέρα παρούσα και διαθέσιμη. Μπορεί συνεπώς να πορεύεται στην ζωή και να μεταβολίζει τις δυσκολίες της χωρίς να καταρρέει. 

Στον αντίποδα, ένας άνθρωπος που δεν έχει μπορέσει να περάσει επαρκώς το στάδιο αυτό αναπτύσσει μία πολύ σοβαρή δυσκολία: την ανικανότητα να μείνει μόνος με τον εαυτό του. Ο άνθρωπος που δεν μπορεί να μείνει μόνος με τον εαυτό του τείνει να αναζητά συμβιωτικές σχέσεις καθώς μπορεί να υπάρξει μονάχα μέσω του άλλου. Η επιλογή του άλλου εδώ δεν είναι συμπληρωματική και ελεύθερη, αλλά έχει σκοπό να τροφοδοτήσει ναρκισσιστικά την αίσθηση ύπαρξης του εαυτού του ατόμου. Για αυτό και πολλές καταθλίψεις ξεκινούν όταν κανείς χάνει έναν σύντροφο, διότι εδώ στην απώλεια του συντρόφου δεν χάνει κανείς μόνον έναν σύντροφο, αλλά κυρίως τον εαυτό του. 

Πώς διαφέρει η κατάθλιψη από το φυσιολογικό πένθος;

Εκ πρώτης όψεως, οι δύο αυτές ψυχικές διαδικασίες είναι φαινομενικά όμοιες, καθώς μοιράζονται ορισμένα κοινά συμπτώματα. Το πρώτο σημαντικό κοινό των δύο αυτών ψυχικών καταστάσεων είναι το ψυχικό άλγος. Τόσο στο πένθος, όσο και στην κατάθλιψη το άτομο βιώνει έναν έντονο πόνο να κυριεύει την ψυχή του. Η διαφορά, ωστόσο, είναι ότι στο πένθος γνωρίζει κανείς τον λόγο για τον οποίο πονάει. Το ψυχικό άλγος στο πένθος αφορά μία απώλεια που συντελείται στην εξωτερική πραγματικότητα, ενώ η κατάθλιψη είναι η αντίδραση σε μία απώλεια εσωτερική που συντελέστηκε πολύ νωρίς στην ζωή ενός ανθρώπου και η οποία ενεργοποιήθηκε από εξωτερική απώλεια. Αυτό το εξέφρασε με μεστότητα ο Freud λέγοντας ότι στο πένθος είναι ο κόσμος που γίνεται φτωχότερος, ενώ στην κατάθλιψη ο ίδιος εαυτός. Στην κατάθλιψη χάνει κανείς τον εαυτό του και κατ’ επέκταση κάθε αίσθηση αξίας. 

Υπάρχει μείωση λειτουργικότητας τόσο στο πένθος όσο και στην κατάθλιψη. Η διαφορά είναι ότι στο πένθος η λειτουργικότητα αυτή μετά από ένα διάστημα επανακάμπτει, ενώ στην κατάθλιψη είναι καθολική. Στην κατάθλιψη έχουμε μία εικόνα ατόμου που έχει αποκοπεί από την ζωή και μετακινείται συμβολικά προς τον ψυχικό θάνατο. Και στις δυο αυτές καταστάσεις έχουμε αναστολή και απουσία ενδιαφέροντος για πράγματα που πριν ήταν ενδιαφέροντα και έκπτωση των ζωτικών λειτουργιών (πχ. σεξουαλικότητας, ύπνου).  Στο πένθος οι λειτουργίες αυτές μειώνονται για ένα διάστημα και μετά επανέρχονται. Στην κατάθλιψη η μείωση αυτή είναι ανεξέλεγκτη, απότομη και δεν επανέρχεται μόνη της χωρίς βοήθεια. 

Τι διαφοροποιεί το πένθος από την κατάθλιψη;

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, το πένθος είναι μία φυσιολογική αντίδραση σε μία εξωτερική απώλεια, εν αντιθέσει με την κατάθλιψη η οποία αφορά μία εσωτερική απώλεια. Αυτό μας οδηγεί στην πρώτη διαφορά των δύο ψυχικών διαδικασιών, η οποία αφορά την αυτοεκτίμηση. Ο καταθλιπτικός ασθενής έχει πολύ χαμηλή αυτοεκτίμηση, η οποία στο πένθος παραμένει σχεδόν άθικτη. Παρά το ψυχικό άλγος ο ψυχισμός του πενθούντος είναι συγκροτημένος, ενώ στην κατάθλιψη κατακερματισμένος. Μία εξίσου σημαντική διαφορά αφορά το αφήγημα του χρόνου. Το πένθος διαρκεί  ένα συγκεκριμένο διάστημα, κάνει τον κύκλο του, επεξεργάζεται και περνάει. Αντίθετα στην κατάθλιψη το αφήγημα του χρόνου είναι μεγαλύτερο και πολλές φορές κρατάει μία ζωή. 

To πένθος είναι μια επώδυνη ψυχική διεργασία, αλλά πολύ σημαντικό ορόσημο ψυχικής ανάπτυξης και ωρίμανσης. Η ψυχική επεξεργασία της απώλειας και του πένθους συγκροτούν την προσωπικότητα ενός ανθρώπου και τον ευαισθητοποιούν απέναντι στη ζωή. Kαι είναι ακριβώς αυτή η διεργασία που εισάγει φως στο ψυχικόν έρεβος που ονομάζουμε κατάθλιψη.