Οι περισσότερες δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος του 21ου αιώνα, κατά την άποψη μου, βρίσκονται στην σφαίρα του αποχωρισμού. Ζώντας στην εποχή του ‘θαυμαστού καινούργιου κόσμου’, την οποία προφητικά με δεινή λογοτεχνική επιδεξιότητα περιέγραψε ο  Χάξλεϋ στο ομώνυμο έργο του, μπορεί κανείς εύκολα να παρατηρήσει την εμμονή μας με κάθε τι νεκροζώντανο, διαρκές και άφθαρτο. Διανύουμε μία εποχή όπου το άτομο περνάει ολοένα και λιγότερο χρόνο με τον εαυτό του. Πράγματι, ποτέ άλλοτε ο άνθρωπος δεν φοβόταν τόσο τα συναισθήματά του και είναι αυτός ακριβώς ο λόγος για τον οποίο η ικανότητα να μείνει κανείς μόνος εκλείπει σημαντικά από την εποχή μας. Μια εποχή που αρνείται την φθορά, την μοναδικότητα και κυρίως τον αποχωρισμό. 

            Ο σκοπός μου με το κείμενο αυτό είναι διττός. Αρχικά, επιθυμώ να παρουσιάσω την σημαντικότητα του αποχωρισμού ως το κορυφαίο γεγονός στην ψυχική ζωή ενός ατόμου και να αναφέρω κάποιες από τις δυσκολίες που προκύπτουν όταν κανείς δεν περνάει αυτό το αναπτυξιακό στάδιο επιτυχώς. Δευτερευόντως, επιθυμώ να προσεγγίσω τον αποχωρισμό απογυμνώνοντας τον λίγο από την ψυχική του διάσταση και παρουσιάζοντας τον ως αυτό που πιστεύω ότι αντιπροσωπεύει πραγματικά: μία μορφή τέχνης. Δεν υπάρχει έργο τέχνης, ωστόσο, που να μπορεί να περατωθεί χωρίς γνώση, προσπάθεια και εργασία και σαφώς η τέχνη του αποχωρισμού δεν θα μπορούσε να είναι εξαίρεση.   

Από ψυχολογικής απόψεως, η ικανότητα να αποχωρίζεται κανείς το άτομο που αγαπά έχει τις ρίζες της στην πρωταρχική σχέση μητέρας –  βρέφους. Σε παλαιότερες αναρτήσεις έχω υποστηρίξει την πεποίθηση ότι ο αποχωρισμός από το πρωταρχικό πρόσωπο φροντίδας είναι το κρισιμότερο αναπτυξιακό γεγονός στην ζωή ενός ανθρώπου. Ο αποχωρισμός από την μητέρα αποτελεί ψυχική αναγκαιότητα καθώς οδηγεί στην γέννηση του ψυχολογικού εαυτού και στην διαμόρφωση της ταυτότητας ενός ανθρώπου. Το πότε, το πώς, καθώς και το σε ποιον βαθμό αυτό θα επιτευχθεί καθορίζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την ψυχική υγεία ενός ανθρώπου και σε ακόμη μεγαλύτερο την ποιότητα των σχέσεων του. Σε ακόμη σημαντικότερο βαθμό, ωστόσο, καθορίζει την ταυτότητα ενός ανθρώπου: το πως δηλαδή βιώνει κανείς τον εαυτό του και τους άλλους ανθρώπους. 

            Η αίσθηση της ατομικής ταυτότητας και η ικανότητα να διαφοροποιεί κανείς τον εαυτό του από τους άλλους δεν είναι κάτι με το οποίο γεννιέται κανείς αλλά αποτελεί αναπτυξιακό επίτευγμα το οποίο αποκτάται, αν όλα πάνε καλά, μέσα από την διέλευση του παιδιού από το ψυχολογικό στάδιο του αποχωρισμού από την μητέρα. Όταν το βρέφος έρχεται στον κόσμο βρίσκεται σε ένα στάδιο πληρους εξάρτησης από την μητέρα και αισθάνεται απόλυτα συγχωνευμένο με αυτήν. Αργότερα, ωστόσο, και υπό την προϋπόθεση ότι περιβάλλον είναι υποστηρικτικό ενώ παράλληλα υπάρχει ένα διαθέσιμο πρόσωπο φροντίδας το οποίο αναγνωρίζει την μοναδικότητα και τον αυθορμητισμό του παιδιού, αυτό αρχίζει να διαφοροποιείται σιγά σιγά από την μητέρα και ξεκινά να οικοδομεί μία ξεχωριστή αίσθηση ταυτότητας. Έτσι, σιγά σιγά δημιουργείται μέσα στο παιδί ένας χώρος ασφάλειας, οποίος προκύπτει από το ότι το παιδί έχει κλείσει μέσα του μία φροντιστική και διαθέσιμη μητέρα η οποία λειτουργεί ως εσωτερικό καταφύγιο που προστατεύει από τις καταιγίδες της ζωής. Εκεί είναι που αναπτύσσεται η ικανότητα να μένει κανείς μόνος με τον αυτό του. 

            Ωστόσο, δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι αναπτύξει στον ίδιο βαθμό την ικανότητα να μένουν μόνοι. Το να μπορεί να μείνει κανείς μόνος με τον εαυτό του προϋποθέτει να μπορεί να αντέξει τον εαυτό του σηκώνοντας στις πλάτες του το φορτίο της συναισθηματικής του πραγματικότητας. Αυτό όμως είναι κάτι που φαντάζει τρομακτικό για τους περισσότερους ανθρώπους, καθώς φοβούνται τα συναισθήματά τους. Ο σημερινός άνθρωπος είναι περισσότερο από ποτέ δραπέτης της ίδιας του της ύπαρξης και επιθυμεί να γνωρίζει ολοένα και λιγότερο το ασυνείδητό του. Φοβάται τόσο πολύ την συναισθηματική του πραγματικότητα την οποία αρνείται με κάθε μέσο και τρόπο. Περισσότερο από όλα, εν τούτοις, φοβάται να μείνει μόνος με τον εαυτό του καθώς δεν μπορεί να φιλοξενήσει μέσα του συναισθήματα δυσφορίας και λύπης που πλημμυρίζουν την ψυχή του. 

            Η ικανότητα αποχωρισμού και η ικανότητα να μείνει κανείς μόνος είναι αλληλένδετες και συμπληρωματικές. Όταν κανείς καλείται να αποχωριστεί το πρόσωπο που αγαπά αυτό προϋποθέτει ότι θα εκτεθεί σε έντονα συναισθήματα θλίψης και ψυχικού πόνου. Με άλλα λόγια, προϋποθέτει ότι θα μπει κανείς σε μία διεργασία πένθους όπου θα πενθήσει το αντικείμενο της αγάπης του. Και αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα του ανθρώπου σήμερα: αρνείται να αντικρύσει κατάματα την θλίψη του και να εργαστεί πάνω σε αυτή. Αντί αυτού, καταφεύγει σε ναρκισσιστικά καταφύγια παντοδυναμίας, αντιμετωπίζοντας το απολεσθέν αντικείμενο της αγάπης ως αναλώσιμο, αλλά αυτό που αναλώνεται στην πραγματικότητα είναι η ίδια του η ύπαρξη. 

            Η τέχνη του αποχωρισμού προϋποθέτει την ψυχική εργασία πάνω στην θλίψη και το πένθος. Στην πραγματικότητα, όσο πιο άνετος είναι κανείς με τα συναισθήματα του, όσο περισσότερο αντέχει το επώδυνο της ύπαρξης του και τόσο περισσότερο ενισχύεται η ικανότητα αποχωρισμού. Μπορεί όμως να αποχωριστεί κανείς έναν άλλον άνθρωπο μόνο στο βαθμό που τον έχει αγαπήσει ως όλον. Μόνο μέσα από την συνολική και καθολική εμπειρία αγάπης μπορεί να επιτευχθεί η διαδικασία του αποχωρισμού. 

            Αντιθέτως, οι άνθρωποι που φοβούνται τα συναισθήματά τους και κυρίως αδυνατούν να πενθήσουν την απώλεια του άλλου προσπαθούν επι ματαίω είτε να ‘σκοτώσουν’ τον άλλον στον νου τους ή να ναρκώσουν τα συναισθήματά τους με πάσης φύσεως ψυχότροπες ουσίες και διεγέρσεις. Όταν για παράδειγμα μία σχέση καταρρεύσει, επιβάλλεται να εργαστεί κανείς πάνω στο πένθος του και όχι να το εκδραματίσει. Το πρόβλημα είναι ότι ψυχικός φόνος του απολεσθέντος πάλαι πότε αντικειμένου της αγάπης ή η νάρκωση του ψυχικού πόνου με διεγέρσεις δεν οδηγούν σε ψυχική ανάπτυξη και ωρίμανση, απομακρύνοντας έτσι το υποκείμενο από την πραγματική εμπειρία της αγάπης. Το πένθος, από την άλλη, συγκροτεί την προσωπικότητα του ατόμου το οποίο βγαίνει μετά την διαδικασία αυτή πολύ πιο δυνατό και συγκροτημένο, έτοιμο να επενδύσει και να ανοιχτεί ξανά προς την ζωή και την δημιουργία. 

            Όταν κανείς ανοίγεται στην αγάπη και τον έρωτα, εκτίθεται παράλληλα και στον κίνδυνο της απώλειας του αντικειμένου της αγάπης του. Αυτό είναι το τίμημα που πληρώνουμε για να αγαπάμε. Ο κίνδυνος όμως αυτός δεν θα πρέπει να κάνει το εγχείρημα για αγάπη αποτρεπτικό εμποδίζοντας έτσι το άνοιγμα ενός ανθρώπου στην αγάπη και κατεπέκταση στη ζωή. Για αυτό πιστεύω ότι είναι βοηθητικό να αντιμετωπίζουμε τον αποχωρισμό ως ένα είδος τέχνης. Και όπως έγραψα παραπάνω, η τέχνη του αποχωρίζεσθαι προϋποθέτει γνώση και εργασία. Γνώση, δηλαδή αναγνώριση της συναισθηματικής πραγματικότητας και εργασία πάνω σε αυτή χωρίς (α)συνείδητη παραπλάνηση και φυγή. Αυτός που δραπετεύει από την ψυχική του πραγματικότητα είναι καταδικασμένος να ζεί ως ένας νομάς αεναώς περιπλανώμενος χωρίς να μπορεί να βρει ασφαλές καταφύγιο. Μονάχα αυτός που καρτερικά μπορεί να υπομένει τους αποχωρισμούς και τα πένθη της ζωής μπορεί να έχει μερτικό στην πραγματική εμπειρία της αγάπης.