Kατά την περίοδο του Β’ Παγμοσμίου Πολέμου στο Λονδίνο της Αγγλίας διεξάγονταν ένα ψυχαναλυτικό συνέδριο. Οι συμμετέχοντες του συνεδρίου ήταν απόλυτα αφοσιωμένοι στην υπό συζήτηση προβληματική και έμοιαζαν να αγνοούν την εξωτερική απειλή που επικρατούσε. Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια του συνεδρίου, ένας νεαρός ψυχίατρος σηκώθηκε όρθιος και απευθύνοντας τον λόγο τους υπόλοιπους σύνεδρους είπε τα ακόλουθα: «Κύριοι, δεν ξέρω αν το έχετε αντιληφθεί αλλά πετάνε πολεμικά αεροπλάνα εκεί έξω». Ο νεαρός αυτός άντρας ήταν ο D. Winnicott, o οποίος αργότερα εξελίχθηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους ψυχιάτρους και ψυχαναλυτές παγκοσμίως.

Το περιστατικό αυτό ήρθε στον νου μου παρακολουθώντας την αντίδρασή μας ως κοινωνικού συνόλου στην ασύμμετρη απειλή του κορονοϊού η οποία έχει επηρεάσει ριζικά τις ζωές όλων μας. Πρόκειται περί πραγματικής εξωτερικής απειλής, τις διαστάσεις της οποίας μόνο μερικώς μπορούμε να γνωρίζουμε, τουλάχιστον προς το παρόν.

Οι άνθρωποι, ωστόσο, ζούμε δύο ζωές οι οποίες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους καθορίζοντας η μία την άλλη: μία εξωτερική και μία εσωτερική.

Η εξωτερική απειλή του κορονοϊού έχει ξυπνήσει μέσα μας έντονο άγχος και φόβο τα οποία καλούμαστε να διαχειριστούμε καθώς μας προκαλούν τρομερή δυσφορία. Το ερώτημα που ευλόγως εγείρεται είναι πως αντιμετωπίζουμε αυτό το έντονο και ιδιαίτερα απειλητικό άγχος. Για να το απαντήσουμε αυτό, ωστόσο, θα πρέπει να κατανοήσουμε πώς αντιδρά ο ανθρώπινος ψυχισμός στο δυσβάσταχτο άγχος.

Αρχικά, θα πρέπει να ξεκινήσουμε από μία αφοριστική διαπίστωση: ότι είναι στη φύση του ανθρώπου να προσπαθεί να αποφύγει το άγχος με κάθε κόστος. Για να μπορεί να ανταπεξέλθει ο ψυχισμός στο ανυπόφορο αίσθημα άγχους παλινδρομεί σε ένα πρώιμο και αρκετά πρωτόγονο αναπτυξιακό στάδιο. Αυτό είναι ένα στάδιο που έχουμε περάσει όλοι ανεξαιρέτως κατά τη διάρκεια της βρεφικής μας ηλικίας. Σε μία περίοδο όπου το άγχος αφανισμού ήταν έκδηλο και το οποίο χαρακτηρίζεται από ένα συναίσθημα πλήρους ευαλωτότητας και αδυναμίας. Αυτό είναι το στάδιο που βιώνουμε τα πρώτα χρόνια της ζωής μας.

Πράγματι, το βρέφος όταν έρχεται στον κόσμο βιώνει τρομερό άγχος αφανισμού. Ο ψυχισμός του όμως είναι ανώριμος και δε μπορεί να μεταβολίσει (διαχειριστεί) αυτό το άγχος. Για να επιβιώσει του άγχους αυτού καταφεύγει σε ένα «ναρκισσιστικό καταφύγιο» το οποίο χαρακτηρίζουν φαντασιώσεις παντοδυναμίας και απόλυτου ελέγχου. Το βρέφος «θάβει» την ευαλωτότητα και την αδυναμία του και αναπτύσσει την ψευδαίσθηση ότι είναι άτρωτο καθώς πιστεύει ότι ελέγχει και δημιουργεί το οτιδήποτε συμβαίνει στο περιβάλλον του. Αυτές τις φαντασιώσεις παντοδυναμίας και απόλυτου ελέγχου τις παρατηρούμε στην κλινική μας εργασία με ανθρώπους που ζουν μόνιμα σε ένα τέτοιο “ψυχικό καταφύγιο” και τους οποίους ονομάζουμε ψυχωτικούς.

Η συνολική μας αντίδραση στην απειλή του ιού δε διαφέρει, κατά την άποψή μου, από το παραπάνω και είναι καθόλα βρεφική. Αμυνόμαστε στον φόβο που μας έχει δημιουργήσει η παρούσα συνθήκη στην οποία ζούμε, καταφεύγοντας σε ένα νακισσιστικό μέρος του ψυχισμού μας. Στο μέρος αυτό υπάρχουμε μόνο εμείς και οι ανάγκες μας, αλλά ποτέ ο «άλλος». Αδειάζουμε, για παράδειγμα, τα σούπερ μάρκετ από είδη τροφίμων και πρώτης ανάγκης μη ενδιαφερόμενοι για το εάν αυτά επαρκούν για τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας στην οποία ζούμε. Επειδή δε μπορούμε να αντέξουμε το έντονο αυτό άγχος το εκδραματίζουμε αρνούμενοι να πειθαρχήσουμε στις ιατρικές οδηγίες οι οποίες συνιστούν απομόνωση. Αισθανόμαστε παντοδύναμοι υποτιμώντας την σοβαρότητα της κατάστασης. Αγνοούμε δηλαδή, μεταφορικά, τα “μαχητικά αεροπλάνα” που πετούν γύρω μας.

Η άρνηση, ο παντοδύναμος έλεγχος και η υποτίμηση είναι πρωτόγονοι αμυντικοί μηχανισμοί που σκοπό έχουν να εξαφανίσουν ή να μειώσουν το άγχος. Η κοινωνική όμως αυτή εκδραμάτιση έχει ολέθριες επιπτώσεις κυρίως στους ευάλωτους πληθυσμούς απειλώντας τη ζωή τους. Τα κοινωνικά μας αντανακλαστικά αποδεικνύονται ανεπαρκή και η συμπεριφορά μας χαρακτηρίζεται από αγελαία ένστικτα, παρά από σύνεση. Αυτό, άλλωστε, το εξέφρασαν οι Λατίνοι με μεστότητα και λακωνικότητα μέσα από τη φράση: «ο tempora o mores».

Επιστρέφοντας στο ερώτημα του πως αντιμετωπίζουμε αυτό το έντονο και ιδιαίτερα απειλητικό άγχος η απάντηση φαίνεται να είναι μία: το αντέχουμε και μένουμε με αυτό χωρίς να το εκδραματίζουμε. Προσπαθούμε να εμπεριέξουμε το άγχος και τον φόβο που βιώνουμε χωρίς να τον εκραματίζουμε θέτοντας την ζωή άλλων ανθρώπων σε κίνδυνο. Η απειθαρχία συνιστά πράξη δειλίας και όχι γενναιότητας. Ο απείθαρχος φοβάται και δε μπορεί να κρατήσει μέσα του τα συναισθήματά του και για αυτό τα εκδραματίζει.

Είναι σημαντικό, λοιπόν να αντιμετωπίσουμε τον φόβο και το άγχος που μας έχει προκαλέσει η παρούσα συνθήκη με στωικότητα, αναλογιζόμενοι τη φράση του Μάρκου Αυρηλίου: «Τίποτε δεν μπορεί να σου συμβεί που δεν είναι στη φύση σου να το αντέξεις».