Η ελπίδα, κατά την άποψη μου, αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο και ζωοδότρα πηγή της ύπαρξης. Αντιπροσωπεύει την πίστη στις παραγωγικές δυνάμεις της ζωής και την ικανότητά ενός ανθρώπου να μπορεί να προσδοκά το καλό ακόμη κάτω από αντίξοες συνθήκες. Η ελπίδα, ή για να το θέσω ακριβέστερα, η ικανότητα για ελπίδα δεν είναι ένα εγγενές συναίσθημα, αλλά αποτελεί σημαντικό αναπτυξιακό επίτευγμα και συνάμα ορόσημο ψυχικής ωρίμανσης ενός ανθρώπου.

Ως δομική ουσία της ζωής, η ελπίς τρέφεται από το θάρρος και ενισχύεται από την αγάπη. Με τον όρο ‘θάρρος’, αναφέρομαι στην ψυχική ανθεκτικότητα ενός ανθρώπου, την ικανότητα του, δηλαδή να χωράει μέσα του τα δεινά της ζωής, με καρτερία και χωρίς να καταρρέει. Το θάρρος, λοιπόν, είναι η ψυχική δύναμη ενός ανθρώπου. Και πράγματι χρειάζεται θάρρος για να διαβεί κανείς μέσα από τις μυλόπετρες της ζωής χωρίς να συνθλιβεί. Η καρδιά του ανθρώπου, όμως, δεν μπορεί να νιώσει θάρρος αν δεν έχει μέσα της αγάπη. Και η ύψιστη μορφή αγάπης είναι η αγάπη για την ζωή, τον άνθρωπο, την δημιουργία και την αλήθεια.

Όταν η ελπίδα είναι αποκομμένη από το θάρρος και την αγάπη, τότε δεν αφορά ένα αληθινό συναίσθημα, προϊόν ψυχικού μεταβολισμού και εσωτερικής διεργασίας ενός ανθρώπου, αλλά ένα ψεύδο-συναίσθημα, το οποίο πολύ γρήγορα μετατρέπεται σε βαθιά απογοήτευση. Όταν η ελπίδα είναι απογυμνωμένη από το θάρρος και την αγάπη, συνιστά αυταπάτη. Ο άνθρωπος που δεν πιστεύει στον εαυτό του δεν μπορεί να νιώσει ελπίδα. Αντιθέτως, αναζητά τον “deus ex machina”, ο οποίος θα τον απαλλάξει από τις δυσκολίες του με μαγικό τρόπο χωρίς την συνεισφορά του.

Θεωρώ ότι ομορφότερη και ρεαλιστικότερη αποτύπωση της σημαντικότητας της ελπίδας για την ψυχική επιβίωση του ανθρώπινου είδους βρίσκεται στον βαρυσήμαντο μύθο της Πανδώρας του Ησιόδου. Υπάρχουν πολλές ερμηνείες όσο και εκδοχές του μύθου, οι περισσότερες εκ των οποίων πεσιμιστικές. Θα ήθελα ωστόσο να παρουσιάσω εν συντομία την δική μου εκδοχή αφού πρώτα παρουσιάσω εν περιλήψει τον μύθο της Πανδώρας.

Κάποια εποχή, σύμφωνα με τον μύθο, οι θεοί έφτιαξαν ένα πλάσμα απερίγραπτης ομορφιάς, μία γυναίκα που την ονόμασαν Πανδώρα. Η γυναίκα αυτή ήταν προικισμένη με τα πιο σπάνια χαρίσματα, εξού και το όνομά της. Όλοι οι θεοί συνέβαλλαν στην δημιουργία της. Η Αθηνά, που ήταν η θεά της σοφίας και κόρη του Δία, της έδωσε πνοή. Δίδαξε τη γυναίκα πώς να υφαίνει και να ντύνεται. Η Αφροδίτη η θεά του έρωτα την έκανε όμορφη. Ο θεός Ερμής την δίδαξε πως να γοητεύει και να εξαπατά. Ο Δίας έμεινε ικανοποιημένος όταν την είδε, αλλά την είχε φτιάξει για παγίδα. Ονόμασε τη γυναίκα Πανδώρα και την έστειλε ως δώρο στον Επιμηθέα. Ο Επιμηθέας είχε προειδοποιηθεί από τον αδελφό του Προμηθέα ότι ποτέ δεν πρέπει να δεχτεί δώρα από το Δία, επειδή πάντα θα υπάρχει μια παγίδα. Ο Επιμηθέας αγνόησε την προειδοποίηση του αδελφού του, ερωτεύθηκε την Πανδώρα και την παντρεύτηκε. Ο Δίας, ικανοποιημένος που η παγίδα του έπιασε, έδωσε στην Πανδώρα ένα δώρο για το γάμο της ένα πελώριο κουτί που έκλεινε μέσα του όλες τις συμφορές της ζωής. Το κουτί εδόθη με μία προϋπόθεση όμως: ότι ποτέ η Πανδώρα δεν θα ανοίξει το κουτί.

Σύμφωνα πάντοτε με τον μύθο, η Πανδώρα συχνά αναρωτιόταν τι υπήρχε μέσα στο κουτί. Μία ημέρα, ούσα μοναχή της, σήκωσε το καπάκι του κουτιού από το οποίο άρχισαν να ξεχύνονται όλα τα δεινά: το μίσος, η βία, η σκληρότητα οι ασθένειες και άλλα. Η Πανδώρα έκλεισε το καπάκι με δύναμη κρατώντας μέσα στο κουτί μονάχα αυτό που έμεινε τελευταίο: την ελπίδα.

Στην δική μου κατανόηση του μύθου, η Πανδώρα και το κουτί της είναι άρρηκτα συνδεδεμένα και συμβολίζουν τη ζωή (εσωτερική και εξωτερική), ενώ ο Επιμηθέας συμβολίζει τον άνθρωπο. Η ζωή, όπως η Πανδώρα, είναι όμορφη, γλυκιά και γοητευτική. Όπως ο Επιμηθέας ερωτεύτηκε την όμορφη Πανδώρα, έτσι και εμείς οι άνθρωποι ερωτευόμαστε τη ζωή. Τα καλά της ζωής, ωστόσο, όπως και η ευτυχία του έρωτα, δεν διαρκούν για πάντα. Αργά ή γρήγορα, όλοι μας ερχόμαστε αντιμέτωποι με τα δεινά και τις συμφορές της ζωής και όλοι κουβαλούμε το δικό μας κουτί της Πανδώρας. Ένα κουτί το οποίο αναπόφευκτα θα ανοίξουμε και θα έρθουμε αντιμέτωποι με το περιεχόμενό του.

Ο μύθος μας διδάσκει, κατά την άποψη μου, ότι δε μπορούμε να γευτούμε μόνον τα καλά της ζωής, χωρίς τα δεινά της. Και αυτή είναι η ζωή: πηγή ευτυχίας και συνάμα δυστυχίας. Δεν αποτελεί μία παραδείσια κατάσταση εξιδανικευμένης ευτυχίας. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν το θάρρος να κοιτάξουν τη ζωή κατάματα και ρεαλιστικά, συνειδητοποιώντας ότι η ελπίς είναι η κατάσταση της ύπαρξης που μας βοηθά να αντέξουμε όλα αυτά τα δεινά. Όχι να τα εξαφανίσουμε, αλλά να τα υπομένουμε.

Στους χαλεπούς καιρούς που διανύουμε, είναι βοηθητικό να προσπαθήσουμε να ανασύρουμε μέσα από την ψυχή μας, μέσα από το δικό μας «Κουτί της Πανδώρας» την ελπίδα η οποία θα μας βοηθήσει να κοιτάξουμε τη ζωή και τις δυσκολίες της με θάρρος και αγάπη.