Η δολοφονία του πάλαι πότε αντικειμένου αγάπης ενός ανθρώπου συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πιο βάρβαρες εγκληματικές πράξεις που μπορεί να διαπράξει ένας άνθρωπος. Η βαρβαρότητα ενός εγκλήματος αντανακλάται συνήθως στην αντίδραση της κοινής γνώμης. Πράγματι, η δολοφονία της 41χρονης εγκύου γέμισε τις ψυχές όλων με οργή για τον δράστη και έντονη θλίψη για τον θάνατο της γυναίκας του του παιδιού που κυοφορούσε μέσα της. Η βαναυσότητα, η αναλγησία, η ψυχοπαθητικού τύπου εξαπάτηση και χειραγώγηση και κυρίως ο σαδισμός συνάμα με την έλλειψη τύψεων και ενοχών του φερόμενου ως δράστη σόκαραν όλους μας.

Δεν φαίνεται να γνωρίζουμε πολλά για το κίνητρο δολοφονίας της άτυχης γυναίκας και το πιθανότερο είναι ότι περισσότερα στοιχεία θα δουν το φως της δημοσιότητας μετά από την ανάκριση του κατηγορουμένου. Από τα λίγα που γνωρίζουμε, ωστόσο, φαίνεται ότι πρόκειται για έναν διαφορετικό τύπο ανθρωποκτονίας, ο οποίος ονομάζεται «ανθρωποκτονία με δόλο». Ο τύπος του εγκλήματος αυτού, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την συνειδητή πρόθεση του δράστη να προκαλέσει βλάβη στην ζωή ενός ανθρώπου, μπορεί να συμβεί είτε «εν βρασμώ ψυχικής ορμής», είτε «σε ήρεμη ψυχική κατάσταση». Οι πρώτες πληροφορίες που διαθέτουμε για το έγκλημα είναι ότι επρόκειτο για ανθρωποκτονία με δόλο όπου ο δράστης φαίνεται να βρισκόταν «σε ήρεμη ψυχική κατάσταση».

Πριν παραθέσω ορισμένες από τις σκέψεις μου αναφορικά με τον τύπο αυτόν ανθρωποκτονίας θα ήθελα να προβώ σε έναν σημαντικό διαχωρισμό των εγκλημάτων, όχι τόσο από νομικής, αλλά κυρίως από ψυχολογικής σκοπιάς. Αυτό ίσως βοηθήσει στο να κατανοηθούν ορισμένα οικουμενικά χαρακτηριστικά των δραστών που διαπράττουν τέτοιου είδους εγκλήματα. Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό, ωστόσο, να τονιστεί ότι η προσωπικότητα του κάθε δράστη είναι ξεχωριστή και χρειάζεται να εξετάζεται ατομικά, μαζί με τα κίνητρα που τον οδήγησαν στην διάπραξη του εγκλήματος. Συνεπώς, το παρόν κείμενο δεν αποτελεί προσπάθεια τοποθέτησης του δράστη σε κάποια διαγνωστική κατηγορία (κάτι το οποίο θα ήταν αντίεπιστημονικό καθώς μία τέτοια τοποθέτηση  μπορεί να προκύψει μόνο μετά από ενδελεχή διαγνωστική εκτίμηση από καταρτισμένο ειδικό ψυχικής υγείας). Αντιθέτως, με το παρόν κείμενο επιθυμώ να διατυπώσω ορισμένες απόψεις σχετικά με το εν λόγω έγκλημα και την ψυχοπαθολογία του ανθρώπου που εγκληματεί.

Αν και το έγκλημα είναι ένα ετερογενές και πολυπαραγοντικό φαινόμενο, τα εγκλήματα συνήθως κατατάσσονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τα εγκλήματα τα οποία διαπράττονται εν βρασμώ ψυχικής ορμής και τα εγκλήματα εκ προ μελέτης. Στην πρώτη κατηγορία ανήκει η πλειονότητα των εγκλημάτων, καθώς και η συντριπτική πλειονότητα των γυναικοκτονιών.  Η δεύτερη κατηγορία είναι αφορά τα εγκλήματα που είναι σχεδιασμένα και διαπράττονται λιγότερο συχνά από τα εν βρασμώ ψυχής. Τα δύο αυτά είδη εγκλήματος, διαφέρουν ως προς το στόχο και σκοπό, ενώ ενεργοποιούνται από διαφορετικά είδη επιθετικότητας.

Η επιθετικότητα, όπως άλλωστε και το έγκλημα, ναι ένα πολυσύνθετο και ετερογενές φαινόμενο, οι προεκτάσεις του οποίου, όπως άλλωστε παρατηρούμε τις τελευταίες ημέρες, έχουν σημαντικό κόστος στην κοινωνία. Στην επιστημονική βιβλιογραφία υπάρχει έντονη διχογνωμία σχετικά με τον ορισμό, την αιτιολογία, όσο και την φύση της επιθετικότητας. Η ασυμφωνία αυτή, κατά την άποψη μου, οφείλεται εν μέρει στην ασάφεια διαχωρισμού μεταξύ της επιθετικότητας ως ψυχικής ενόρμησης και της παθολογικής εκδήλωσης της, την οποία ονομάζουμε βία. Παρόλο που η επιθετικότητα ως ψυχική ενόρμηση δεν καταλήγει πάντα σε βίαιη συμπεριφορά, βρίσκεται στον πυρήνα κάθε πράξης βίας. Οι περισσότεροι κλινικοί συμφωνούνε στην ύπαρξη δύο ειδών βίας: την ‘αντιδράστική ή παρορμητική βία’ και την ‘καταδιωκτική  βία’ (ορισμένοι κάνουν λόγο και για μια τρίτη κατηγορία, την ΄διαπροσωπική βία΄, ενώ άλλοι την εντάσσουν στο πλαίσιο της αντιδραστικής βίας).

Η παρορμητική/αντιδραστική βία είναι το πιο κοινό είδος βίας και αυτό το οποίο χαρακτηρίζει την συντριπτική πλειονότητα των εγκλημάτων εν βρασμώ ψυχής. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, τόσο στους ανθρώπους, όσο και σε όλα τα θηλαστικά το είδος της βίας αυτής ενεργοποιείται αυτόματα για την προστασία της ζωής όταν κάποιος δέχεται επίθεση και απειλείται η ζωή του. Στους ανθρώπους, ωστόσο, εν αντιθέσει με τα λοιπά θηλαστικά, η αντιδραστική βία δεν έχει μόνον βιολογικές προεκτάσεις (προστασία του φυσικού εαυτού), αλλά έχει και μία σημαντική ψυχολογική διάσταση καθώς ενεργοποιείται για την προστασία του ‘ψυχολογικού εαυτού’.

Από κλινικής άποψης, η παρορμητική/αντιδραστική βία οφείλεται στην υπερβολική ενεργοποίηση μιας βασικής συναισθηματικής κατάστασης η οποία χαρακτηρίζει την πλειονότητα της επιθετικής συμπεριφοράς και την οποία ονομάζουμε ‘οργή’. Οι έρευνες στη βρεφική ηλικία μας δείχνουν ότι ο βασικός στόχος της οργής είναι εξαλείψει κάθε πηγή ενόχλησης, ματαίωσης ή πόνου. Μια μεταγενέστερη αναπτυξιακή λειτουργία της οργής είναι να εξαφανίσει οτιδήποτε εμποδίζει την ικανοποίηση του ατόμου ή του προκαλεί ματαίωση, την οποία ονομάζουμε ‘ναρκισσιστική οργή’. Συνεπώς, η οργή είναι παρούσα ήδη από την πρώιμη βρεφική ηλικία ως αντίδραση στις ματαιώσεις που δέχεται το βρέφος από την μητέρα.

Όπως ανέφερα και παραπάνω, η παρορμητική/αντιδραστική βία χαρακτηρίζει την πλειονότητα των γυναικοκτονιών. Βασικό χαρακτηριστικό του άνδρα που διαπράττει γυναικοκτονία είναι η ανασφάλεια, σε συνδυασμό με την πολύ χαμηλή αυτοπεποίθηση και τα έντονα συμπλέγματα κατωτερότητας. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό των προσωπικοτήτων αυτών είναι η ανικανότητα τους να αγαπήσουν και να σχετιστούν με αμοιβαιότητα. Για να αγαπήσει κάποιος βαθειά θα πρέπει να μπορεί να συνειδητοποιήσει ότι το αντικείμενο αγάπης του υπάρχει ως ξεχωριστή οντότητα και όχι ως υποχείριο ή προέκταση του εαυτού του. Οι άντρες αυτοί παρουσιάζονται αρχικά ως πολύ περιποιητικοί και φροντιστικοί. Είναι «πάντα εκεί», πρόθυμοι να ικανοποιήσουν όλες τις ανάγκες της συντρόφου τους. Ωστόσο, αυτό είναι ψεύτικο. Η δοτικότητα του «κακοποιητικού άντρα» δεν αντανακλά ένα πηγαίο και αυθεντικό αίσθημα αγάπης και ευγνωμοσύνης, αλλά είναι μία προσπάθεια να αποκομήσουν δευτερογενή οφέλη. Με άλλα λόγια, δίνουν όχι γιατί επιθυμούν να δώσουν, αλλά γιατί επιθυμούν να σαγηνεύσουν το αντικείμενο αγάπης.  Η εσωτερική ανασφάλεια, τα αισθήματα κατωτερότητας και η έλλειψη αυτοπεποίθησης του γυναικοκτόνου αντανακλούν την «ναρκισσιστική του ευαλωτότητα». Ένα ναρκισσιστικά ευάλωτο άτομο νιώθει συνέχεια απειλή, ταπείνωση και φόβο. Νιώθει συνεχώς να βρίσκεται κάτω από απειλή και βιώνει έντονη ζήλεια.

Η παθολογική ζήλεια του άνδρα που οδηγείται σε γυναικοκτονία περνάει μέσα από πολλά στάδια. Η ζήλεια αυτή είναι ιδιαίτερα παθολογική και αντανακλά συναισθηματική ανεπάρκεια και ανασφάλεια. Η ζήλεια πάει χέρι-χέρι με ένα άλλο ψυχικό χαρακτηριστικό, την παράνοια. Εν προκειμένω, ο  δράστης της γυναικοκτονίας συνήθως δημιουργεί μία πραγματικότητα στο μυαλό του την οποία αρχίζει και πιστεύει ακράδαντα. Προσπαθεί να κατασκευάσει ιστορίες στις οποίες η σύντροφος του τον βλάπτει ή τον απατά και ερμηνεύει τα πάντα προς αυτή την κατεύθυνση. Η παράνοια του, ωστόσο, αντανακλά την εσωτερική του πραγματικότητα: μία πραγματικότητα γεμάτη από καταδιωκτικά συναισθήματα, απειλή και τρόμο. Σιγά σιγά η εσωτερική του πραγματικότητα διαδέχεται την εξωτερική και οι δύο αυτές πραγματικότητες γίνονται ένα. Η παράνοια είναι το ψυχικό καταφύγιο στο οποίο υποχωρεί προκειμένου να αποφύγει την ψυχική του πραγματικότητα.

Δεν διαπράττονται, ωστόσο, όλα τα είδη γυναικοκτονίας από παρορμητικούς δράστες, ούτε είναι αποτέλεσμα αντιδραστικής βίας. Υπάρχει μία πολύ σοβαρή κατηγορία γυναικοκτονιών που διαπράττεται εκ προ μελέτης, από δράστες που παρουσιάζουν ψυχοπαθητικά χαρακτηριστικά ή χαρακτηρολογική ψυχοπάθεια. Αυτού του είδους οι γυναικοκτονίες είναι κατ’ουσίαν εγκλήματα μίσους/φθόνου.

Βασικό χαρακτηριστικό των γυναικοκτονιών μίσους/φθόνου είναι ότι πολλές φορές διαπράττονται στα πλαίσια μίας στενής διαπροσωπικής σχέσης. Ομοιάζουν σε κάποιο βαθμό με τα εγκλήματα που διαπράττονται εν βρασμώ ψυχικής ορμής, καθώς ο θύτης δρα κάτω από την επίδραση μιας πολύ ισχυρής συναισθηματικής παρόρμησης η οποία κυριεύει τον ψυχισμό του και μετατρέπεται σε εμμονή. Εν αντιθέσει, στα προσχεδιασμένα εγκλήματα που διαπράττονται από ψυχοπαθητικες προσωπικότητες απουσιάζει το έντονο συνειδητό συναισθηματικό βίωμα και δεν υπάρχουν συνήθως εμμονικές σκέψεις. Υπάρχει, ωστόσο, και μια κατηγορία εγκλημάτων τα οποία διαπράττονται κάτω από την επήρεια έντονων ψυχικών συγκινήσεων από δράστες που όμως παρουσιάζουν ορισμένα ψυχοπαθητικά χαρακτηριστικά και η οποία βρίσκεται κάπου στην μέση μεταξύ των προσχεδιασμένων και των παρορμητικών εγκλημάτων. Στην κατηγορία αυτή, κατά την άποψη μου, φαίνεται να υπάγεται και η συγκεκριμένη εγκληματική πράξη η οποία δείχνει να αφορά έγκλημα μίσους, με κακοήθη σχεδιασμό τόσο εκ πρότινος όσο και εκ των υστέρων (εκτός αν αποδειχθεί ότι υπήρχε κάποια ασφάλεια ζωής όπου ο δράστης αποσκοπούσε στο να λάβει αποζημίωση).

Ποια όμως τα βασικά χαρακτηριστικά προσωπικότητας των δραστών που διαπράττουν γυναικοκτονίες μίσους;

Σε αρκετές περιπτώσεις οι δράστες των εγκλημάτων παρουσιάζουν ορισμένα ψυχοπαθητικά χαρακτηριστικά. Η ψυχοπάθεια αποτελεί μία σοβαρή παρεκκλίνουσα διαταραχή της προσωπικότητας που χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων, από την αδυναμία του ατόμου να βιώσει ενσυναίσθηση και ενοχή. H ενσυναίσθηση είναι μία θεμελιώδης κατάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης η οποία μας επιτρέπει να βιώσουμε τον πόνο και την οδύνη ενός άλλου ανθρώπου έχοντας ως αφετηρία το δικό μας υποκειμενικό βίωμα. Η ανικανότητα για ενσυναίσθησης συνδέεται στενά με την μερική ή πλήρη απουσία ενοχής. Η ενοχή έχει να κάνει με έναν εσωτερικό κριτή ο οποίος μας ‘τιμωρεί’ όταν κάνουμε κάτι που βλάπτει ή μπορεί δυνητικά να βλάψει έναν άνθρωπο. Φυσικά, σε έναν (ψυχικό) κόσμο όπου απουσιάζει η ενσυναίσθηση και η ενοχή όλα επιτρέπονται.

Η ψυχοπαθητική προσωπικότητα συνδέεται με τους άλλους μόνον με όρους δύναμης, ελέγχου και υπεροχής. Η προσωπικότητα των δραστών χαρακτηρίζεται από έντονα σαδιστικά και ναρκισσιστικά στοιχεία. Ο σαδισμός είναι το αίσθημα της ευχαρίστησης που νιώθει κάποιος μέσα από τον πόνο, την ταπείνωση και το εξευτελισμό της ύπαρξης ενός άλλου ανθρώπου. Ο σαδισμός, έχει να κάνει με την ανάγκη του θύτη να θέσει το θύμα κάτω από τον απόλυτο έλεγχο του. Λόγου του έντονου ναρκισσισμού και σαδισμού τους, οι δράστες αυτοί βιώνουν τους άλλους ως υποχείρια τους, ως εργαλεία ικανοποίησης των δικών τους αναγκών. Γοητεύονται από τον πόνο και την οδύνη του θύματος, ο οποίος τροφοδοτεί τον κακοήθη ναρκισσισμό τους. Η άσκηση απόλυτης κυριαρχίας στα θύματα τους τροφοδοτεί τον ναρκισσισμό τους, ενώ η απελπισία και ανημποριά του θύματος τρέφουν την παντοδυναμία του θύτη και έτσι αισθάνεται ένα αίσθημα ναρκισσιστικής υπεροχής μέσα θέτοντας την ζωή ενός άλλου πλάσματος υπό απόλυτο έλεγχο.

Για την σαδιστική και ψυχοπαθητική προσωπικότητα, ο άλλος δεν μπορεί να υπάρξει ως αυτοτελή και ανεξάρτητη οντότητα, παρά μόνον ως προέκταση του εαυτού του ατόμου. Ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό των δραστών αυτών είναι είναι η ανασφάλεια, σε συνδυασμό με την πολύ χαμηλή αυτοπεποίθηση και τα έντονα συμπλέγματα κατωτερότητας. Οι άντρες αυτοί παρουσιάζουν μία κατακερματισμένη αίσθηση του εαυτού τους. Εν ολίγοις, βαθιά μέσα τους πιστεύουν ότι δεν αξίζουν απολύτως τίποτε. Όπως και οι δράστες των γυναικοκτονιών που διαπράττωνται εν θερμώ,  εξωτερικά πολλές φορές παρουσιάζουν μία εντελώς διαφορετική εικόνα: μία εικόνα ψεύτο-αυτοπεποίθησης, ψεύτο-σιγουριάς και ψεύτο – ασφάλειας. Είναι συνήθως δύσκολο για μία γυναίκα να κοιτάξει πίσω από αυτόν τον ναρκισσιστικό μανδύα, κάτω από τον οποίο όμως βρίσκεται ένα έντονο αίσθημα αναξιότητας το οποίο και προσπαθεί ο άντρας να καμουφλάρει.

Η εσωτερική τους ανασφάλεια, κατωτερότητα και έλλειψη αυτοπεποίθησης συνδέεται με ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό των αντρών αυτών που ονομάζουμε «ναρκισσιστική ευαλωτότητα». Ένα ναρκισσιστικά ευάλωτο άτομο νιώθει συνέχεια απειλή, ταπείνωση και φόβο. Η πράξη βίας στις περιπτώσεις αυτές είναι μία προσπάθεια του δράστη να εξαλείψει κάθε είδους απειλή και έτσι να επιφέρει ένα είδος ψυχολογικής ομοιόστασης. Οι δράστες είναι βαθύτατα εξαρτημένοι από τις συντρόφους τους. Εδώ, η σωματική, σεξουαλική ή συναισθηματική βία είναι πρωτίστως μία πράξη ελέγχου, όπου ο κακοποιητικός άντρας προσπαθεί να ελέγξει τον φόβο και τα συναισθήματα εξάρτησης του μέσα από τον έλεγχο των άλλων ο οποίος επιτυγχάνεται μέσα από πράξεις βίας που μπορούν σε ορισμένες περιπτώσεις να καταλήξουν σε ανθρωποκτονία. Τόσο η βία όσο και ο φόνος αποτελούν είδος θριάμβου απέναντι στα συναισθήματα εξάρτησης απέναντί σε έναν άνθρωπο που δεν μπορούν να ελέγξουν.