Πριν από αρκετά χρόνια, εργαζόμουν σε μία ψυχαναλυτικά δομημένη θεραπευτική κοινότητα του Λονδίνου. Η κοινότητα αυτή αποτελούσε καταφύγιο για όλους τους «Δον Κιχώτες» της ύπαρξης: ανθρώπους, περιθωριοποιημένους, κατατρεγμένους και ψυχικά καταρρακωμένους. Ανθρώπους που δεν είχαν που αλλού να πάνε και που είχαν πέρασει από πολλές ψυχιατρικές κλινικές της Βρετανίας. Προσωπικά δε μου αρέσουν οι ταμπέλες κι ούτε βρίσκω τους διαγνωστικούς όρους βοηθητικούς (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) , ωστόσο οι κάτοικοι της κοινότητας αυτής ήταν κατά βάση ψυχωτικοί.

Η ψύχωση είναι μία κατάσταση της ύπαρξης στην οποία η εσωτερική πραγματικότητα ενός ανθρώπου μετατρέπεται σε εξωτερική. Το άτομο που βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση αδυνατεί να διαχωρίσει την εσωτερική του από την εξωτερική πραγματικότητα: όσα σκέφτεται, φαντάζεται και νιώθει θεωρεί ότι συμβαίνουν στην πραγματικότητα. Έτσι, το «μέσα» μετατρέπεται σε «έξω».

Στη θεραπευτική αυτή κοινότητα δε μπορούσες να ξεχωρίσεις τον «ασθενή» από τον «θεραπευτή». Πράγματι, «ασθενείς» και «θεραπευτές» παλεύαμε στο σκοτάδι και κολυμπούσαμε στο πέλαγος του φόβου του αγνώστου ψάχνοντας που και που για νησίδες ασφαλείας. Η φιλοσοφία της θεραπείας βασίζονταν στο ότι οι κάτοικοι της κοινότητας δεν θα κρύβονταν πίσω από τη «διαγνωστική ταμπέλα» την οποία τους είχαν αποδώσει, ούτε θα βάσιζαν τη βελτίωση τους σε διάφορες φαρμακευτικές ουσίες, αλλά θα αναλάμβαναν την ευθύνη της συναισθηματικής τους κατάστασης. Θα έρχονταν δηλαδή αντιμέτωποι με την ψυχική τους πραγματικότητα. Θα περνούσαν μέσα από τις συμπληγάδες της ύπαρξης τους. Αντιμέτωποι με τις παραισθήσεις τους, τους φόβους και το ανυπόφορο άγχος που τους κατέκλυε. Ο στόχος ήταν να μετατραπούν σε ηνίοχους της δικής τους ύπαρξης.

Στην κοινότητα αυτή κατοικούσε μία κοπέλα, για την οποία θα χρησιμοποιήσω το όνομα Jane (σαφώς, δεν πρόκειται για το πραγματικό της όνομα). Η Jane, ήταν μία πολύ νεαρή κοπέλα, απαράμιλλης εξωτερικής ομορφιάς, η οποία είχε διαγνωστεί με ψύχωση. Η Jane είχε περάσει από ουκ ολίγα ψυχιατρεία του Λονδίνου καθιστώντας μας σαφές ότι η κοινότητα ήταν η τελευταία της ελπίδα. Η εξωτερική της λάμψη ήρχετο σε αντίθεση με το σκοτάδι που βρίσκονταν στην ψυχή της. Η συναισθηματική της ζωή ήταν ένα «πνευματικό υπόγειο» που θα έλεγε και ο Ντοστογιεύσκι, στο οποίο δέσποζαν βίαιες παραισθήσεις, οργή και μίσος. Τα όνειρα της ήταν εξίσου γεμάτα βία, απαγχονισμούς και συνοδεύονταν, όπως η ίδια ανέφερε, από ένα αίσθημα ευφορίας καθώς φαντασιωσιακά τερμάτιζε τη ζωή της.

Η Jane μισούσε τον εαυτό της. Συνήθιζε να τιμωρεί σκληρά τον εαυτό της χαράσσοντας τα χέρια της με κάθε λογής αιχμηρά αντικείμενα. Κάθε φορά που μία πληγή πήγαινε να κλείσει, η Jane την άνοιγε και αιμορραγούσε εκ νέου. Έτσι, η ψυχική της αιμορραγία παρέμενε αέναη και το τραύμα δεν επουλωνόταν ποτέ.

Η συναισθηματική της πραγματικότητα ήταν τόσο ανυπόφορη οδηγώντας την να προσπαθήσει να βάλει τέλος στη ζωή της αρκετές φορές. Στην τελευταία της απόπειρα αυτοκτονίας, την οποία επιχείρησε καταπίνοντας ένα κοκτέιλ χαπιών, οδηγήθηκε στο νοσοκομείο όπου έκανε πλύση στομάχου. Όταν επέστρεψε στην κοινότητα, τη ρώτησα γιατί θέλει να πεθάνει. Η απάντησή της ήταν άμεση και κοφτή: «Δεν ήθελα να αυτοκτονήσω, ήθελα να σας δείξω τα σκατά που υπάρχουν μέσα μου».

Μία ημέρα περπατούσαμε μαζί έξω από την κοινότητα και ξαφνικά σταμάτησε λέγοντας μου ότι δεν μπορεί να προχωρήσει καθώς είχε παραισθήσεις. «Βλέπω λέξεις, λέξεις χοροπηδούν παντού, υπάρχουν γράμματα, παντού τριγύρω. «Τι λένε οι λέξεις», την ρώτησα. «Μα δεν τις βλέπεις, χοροπηδάνε μπροστά μας, εδώ παντού, αποκρίθηκε». «Δεν έχω πρόσβαση στις λέξεις αυτές Jane, ίσως να μπορούσες να που τις διαβάσεις, απήντησα. «Λένε, είσαι χοντρή, είσαι άχρηστη, είσαι ανίκανη», μου είπε. Ο πόλεμος που είχε κηρύξει στον εαυτό της είχε πλέον μεταφερθεί έξω από αυτήν. Οι εαυτοκατηγορίες της ήταν τόσο ανυπόφορες που ο ψυχισμός της για να ανταπεξέλθει έπρεπε να τις διώξει έξω και να τις μετατρέψει σε παραισθήσεις.

Μέσα από την συνεχή θεραπευτική εργασία και την παραμονή της στην κοινότητα η Jane άρχισε να βελτιώνεται σημαντικά. Είχε αρχίσει να γίνεται λειτουργική, βρήκε εργασία και ξεκίνησε να δημιουργεί σχέσεις με τους γύρω της. Οι ζωγραφιές της (ήταν εξαιρετικά ταλαντούχα ζωγράφος) άρχιζαν να μετατοπίζονται προς την κατεύθυνση της ζωής παρά του θανάτου. Ενώ στην αρχή απεικόνιζαν πτώματα, αίμα και σκοτάδι, έγιναν πιο φωτεινές και γεμάτες λάμψη και ζωντάνια.

Μερικά χρόνια αφότου σταμάτησα να εργάζομαι για την κοινότητα, έλαβα ένα email όπου η Jane με προσκαλούσε μαζί με μία συνάδελφο σε μία έκθεση ζωγραφικής στο Λονδίνο όπου παρουσίαζε τους πίνακές της. Η Jane τα είχε καταφέρει: με τον καιρό κατάφερε η ομορφιά της ψυχής της να μοιάσει στην εξωτερική της ομορφιά.Παραθέτω λοιπόν αυτό το απόσπασμα ένεκα της παγκόσμιας ημέρας ψυχικής υγείας προσπαθώντας να πω αυτό που ο Φρόυντ είχε εκφράσει με περισσή μεστότητα στην εξής φράση: «Ο άνθρωπος δε θα πρέπει να παλεύει να εξαφανίσει τα σύνδρομά του, αλλά να εναρμονιστεί με αυτά καθώς αυτά είναι που κατευθύνουν την επαφή του με τον κόσμο».

Ή, όπως μας είχε ζητήσει και η Jane: «Θέλω όλοι οι άνθρωποι που παλεύουν με το σκοτάδι να μάθουν την ιστορία μου και να ξέρουν ότι δεν πρέπει να τα παρατάνε, αλλά να παλεύουν. Και να ξέρουν ότι στο τέλος όλα θα πάνε καλά»