Το μίσος, είναι ένα ιδιαίτερα περίπλοκο συναίσθημα. Μία από τις γλαφυρότερες περιγραφές του καταστροφικού αυτού συναισθήματος δίνεται από τον Oscar Wilde, σε ένα από τα συγκλονιστικότερα έργα του, το De Profundis. «Το μίσος», γράφει ο Wilde, «από πνευματική άποψη είναι αιώνια άρνηση. Από συναισθηματική άποψη, είναι μία μορφή ατροφίας που σκοτώνει τα πάντα, πλην του εαυτού του». Στις παρακάτω γραμμές, και με αφορμή τα σημεία των καιρών, θα προσπαθήσω να προσεγγίσω το φαινόμενο της εκδικητικής πορνογραφίας. Είναι πέρα από τις προθέσεις μου να μιλήσω για την εγκληματολογική και νομική διάσταση του φαινομένου, αλλά θα επιχειρήσω να προσεγγίσω από ψυχαναλυτικής πλευράς το φαινόμενο της εκδίκησης, η οποία αποτελεί μία σοβαρή συμπεριφορική εκδήλωση του μίσους.
Το ένστικτο της εκδίκησης πάντοτε συνόδευε στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού. Η ύπαρξη αυτού του ιδιαίτερα καταστροφικού ενστίκτου είχε μάλιστα προβληματίσει τόσο τους αρχαίους Έλληνες, που είχαν την ανάγκη να το προσωποποιήσουν μέσω της θεάς Αδράστειας, κόρης του Δία και της ανάγκης. Η θεά Αδράστεια προκαλούσε τρόμο στους αρχαίους Έλληνες και για αυτόν τον λόγο προσπαθούσαν συχνά να την εξευμενίσουν. Η ανάγκη προσωποποίησης είναι, σαφώς, συμβολική και αντανακλά την ενστικτώδη ανάγκη των ανθρώπων να γνωρίσουν αυτό που τους προκαλεί ταραχή. Θα προσπαθήσω λοιπόν να «προσωποποιήσω» με ένα λίγο διαφορετικό τρόπο το ένστικτο της εκδίκησης μέσα από την κατανόηση του μίσους, το οποίο πυροδοτεί την τελευταία.
Το μίσος είναι ένα πρωτόγονο συναίσθημα που βρίσκεται στον παρανομαστή κάθε εκδίκητικής πράξης. Το μίσος διαφέρει από την οργή και τον θυμό, τόσο αναφορικά με την ένταση του συναισθήματος (το μίσος είναι πολύ πιο έντονο), όσο και σχετικά με την διάρκεια της συναισθηματικής αντίδρασης καθέ αυτής. Εν αντιθέσει με τον θυμό και την οργή που είναι παροδικά συναισθήματα, το μίσος αντιπροσωπεύει μία χρόνια, παγιωμένη και σταθερή συναισθηματική κατάσταση. Ο πρωταρχικός στόχος του ατόμου που έχει κατακλιστεί από το μίσος είναι να καταστρέψει το άλλον που – στην φαντασία του – του προκαλεί το μίσος αυτό. Το παράδοξο και οξύμωρο του μίσους, το οποίο συνιστά συνάμα μία από τις τραγωδίες της ανθρώπινης ύπαρξης, είναι ότι ο αποδέκτης του μίσους είναι κάποιος που το άτομο έχει ανάγκη και επιθυμεί, ενώ στον ίδιο βαθμό η καταστροφή του κρίνεται επίσης αναγκαία και επιθυμητή.
Στην πραγματικότητα το μίσος έχει ως αποδέκτη το απολεσθέν αντικείμενο της αγάπης. Με απλά λόγια, το μίσος κατευθύνεται προς εκείνον/η που κάποτε το άτομο είχε αγαπήσει και το οποίο αισθάνεται ότι τον έχει εγκαταλείψει, προδώσει ή σε ορισμένες περιπτώσεις ταπεινώσει. Τις περισσότερες φορές, ωστόσο, αυτά συμβαίνουν στην φαντασία του ατόμου. Τόσο το μίσος, όσο και η αγάπη είναι συναισθήματα που εμφανίζονται πολύ νωρίς στην ζωή ενός ανθρώπου. Το μίσος, ωστόσο, είναι αρχαιότερο της αγάπης, μιας ικανότητας που αποτελεί αναπτυξιακό επίτευγμα ενός ανθρώπου και έχει τις ρίζες της στο συναίσθημα της ευγνωμοσύνης.
Το μίσος, παρόλα αυτά, δεν είναι πάντοτε παθολογικό. Σε αρκετές περιπτώσεις αποτελεί φυσιολογική αντίδραση σε μία αντικειμενική, πραγματική απειλή, όπου και ενεργοποιείται προκειμένου να προασπιστεί η σωματική και ψυχική επιβίωση του ατόμου. Στην παθολογική του διάσταση, το μίσος, όπως ανέφερα παραπάνω, στοχεύει στην εξάλειψη και καταστροφή του άλλου. Σε ακραίες περιπτώσεις αυτό παίρνει την μορφή φόνου, όπως για παράδειγμα στις γυναικοκτονίες, φαινόμενο που σχολίασα σε προηγούμενη ανάρτηση μου.
Η εκδικητική πορνογραφία αποτελεί, κατά την άποψη μου, ένα είδος καταστροφής και συμβολικής δολοφονίας του άλλου. Υπερβαίνει μάλιστα τον τυπικό χαρακτήρα μιας κλασικής δολοφονίας, αλλά έχει χαρακτήρα επαναλαμβανόμενης «δολοφονικής πράξης», καθώς ο θύτης παίρνει ικανοποίηση από την διαπόμπευση της/του πρώην συντρόφου, στο υλικό της/του οποίου/ας μπορεί κανείς να έχει πρόσβαση ξανά και ξανά. Έτσι, ο θύτης αισθάνεται ότι «σκοτώνει» το θύμα με κάθε προβολή των προσωπικών στιγμών του.
Η εκδίκηση στο φαινόμενο της εκδικητικής πορνογραφίας έχει ένα διττό ασυνείδητο στόχο. Ο πρώτος στόχος είναι η υποτίμηση του σημαντικού άλλου, η οποία παίρνει τον χαρακτήρα της αποκτήνωσης. Το θύμα από ανεξάρτητη και αυτόνομη οντότητα μετατρέπεται σε όχημα έξαψης άλλων ανθρώπων. Χάνει την προσωπικότητα, την ελευθερία και την ατομικότητά του. Το σαδιστικό στοιχείο είναι ιδιαίτερα έκδηλο στην περίπτωση αυτή. Ο σκοπός της έκθεσης και διαπόμπευσης του θύματος είναι να νιώσει το τελευταίο την ντροπή και την ταπείνωση που νιώθει ο θύτης. Η ευχαρίστηση εδώ έρχεται μέσα από την μείωση των συναισθημάτων εξάρτησης που τρέφει ο θύτης προς το θύμα.
Το αίσθημα της εξάρτησης τρομάζει τον θύτη. Ασυνείδητα γνωρίζει το πόσο πολύ έχει ανάγκη το θύμα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, από συμβολικής άποψης, ότι η θεά Αδράστεια, η προσωποποίηση του ενστίκτου της εκδίκησης κατά τους αρχαίους Έλληνες, ήταν κόρη της “ανάγκης”. Το αίσθημα αυτό τον αφήνει γυμνό, ανήμπορο, ταπεινωμένο και ντροπιασμένο. Και είναι αυτό το αίσθημα της ανάγκης που δεν μπορεί να μεταβολίσει και προσπαθεί να διώξει από πάνω του με ένα τόσο κακοήθη τρόπο. Αυτό που δεν συνειδητοποιεί ο θύτης της εκδικητικής πορνογραφίας είναι ότι με το να δημοσιεύει υλικό του γυμνού άλλου, στην πραγματικότητα εκθέτει το δικό του γυμνό και ανήμπορο κομμάτι και την ανυπόφορη ντροπή και ταπείνωση που αισθάνεται για τα συναισθήματα αυτά. Με έναν αποτρόπαιο, εγκληματικό και κακοήθη τρόπο προσπαθεί να κάνει το θύμα να νιώσει την ντροπή που νιώθει ο ίδιος επειδή το χρειάζεται και νιώθει απόλυτα προσκολλημένος πάνω του.
Ο θύτης της εκδικητικής πορνογραφίας είναι συνήθως μία δομικά ναρκισσιστική προσωπικότητα. Ο νάρκισσος δεν βιώνει τους άλλους ως ανεξάρτητες προσωπικότητες, αλλά τους βιώνει ως προέκταση του εαυτού του. Για την ναρκισσιστική προσωπικότητα, οι άλλοι αποτελούν όργανα ικανοποίησης των επιθυμιών του. Συνεπώς, οι άλλοι αποτελούν τους εξωτερικούς καθρέπτες τους οποίους χρειάζεται για να μπορέσει ο νάρκισσος να δει τον εαυτό του. Και αυτή ακριβώς είναι η τραγωδία του νάρκισσου: ότι όσο και αν υποτιμάει τους άλλους προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του ότι δεν τους χρειάζεται, τόσο του είναι αναγκαίοι για να τροφοδοτήσουν μία ψευδαίσθηση αυτοαξίας την οποία δεν μπορεί να βρει μέσα του.
Ο δράστης της εκδικητικής πορνογραφίας διέπεται επίσης από φθόνο. Ο φθόνος, είναι η επιθυμία καταστροφής του καλού και όμορφου που υπάρχει έξω από τον εαυτό και το οποίο επιθυμεί να καταστρέψει ο θύτης επειδή δεν μπορεί να κατέχει. Ο φθόνος είναι μια πρωτόγονη μορφή μίσους και δημιουργείται συνήθως από πρώιμο αναπτυξιακό τραύμα, κυρίως την προσκόλληση σε μία κακοποιητική γονική φιγούρα. Η προσκόλληση ενός παιδιού σε έναν κακοποιητικό γονέα μετατρέπεται σε καθήλωση σε μία τραυματική σχέση. Το παιδί δεν ταυτίζεται μόνο με τον κακοποιητικό φροντιστή, αλλά με την σχέση μαζί της, έτσι ώστε το μίσος για την γονική φιγούρα, ως θύτη που ταπεινώνει, παραλύει και τραυματίζει το παιδί μετατρέπεται σε ταύτιση μαζί της σαν ένα παντοδύναμο καταστροφικό αντικείμενο. Στον ίδιο χρόνο το παιδί αργότερα ως ενήλικος αναζητά άλλους ανθρώπους στους οποίους προβάλει τον κακοποιημένο και ταπεινωμένο του εαυτό, ενώ ασυνείδητα ταυτίζεται με τον κακοποιητικό γονέα και επαναλαμβάνει έτσι τον κύκλο του τραύματος. Αυτό, ωστόσο που καταστρέφει, είναι η ικανότητα να σχετίζεται με τους άλλους.
Η σημαντικότερη δυσκολία των θυτών εκδικητικής πορνογραφίας, η οποία τροφοδοτεί σε μεγάλο βαθμό το μίσος και την δίψα για εκδίκηση, είναι η αδυναμία επεξεργασίας της απώλειας του ερωτικού συντρόφου. Πράγματι, τα περισσότερα περιστατικά εκδικητικής πορνογραφίας συμβαίνουν όταν το θύμα αποφασίζει να εγκαταλείψει τον θύτη, μία εγκατάλειψη την οποία δεν μπορεί ο θύτης να μεταβολίσει ψυχικά. Ο θύτης γεμίζει μίσος καθώς βιώνει τον αποχωρισμό ως εγκατάλειψη, νιώθοντας απόγνωση και μη μπορώντας να αντέξει την συναισθηματική του πραγματικότητα.
Δανειζόμενος άλλη μία φράση του Oscar Wilde η οποία εξίσου γλαφυρά αποτυπώνει τα παραπάνω, «ο καθένας σκοτώνει ό,τι αγαπά…ο δειλός μ’ένα φιλί κι ο αντρείος με το σπαθί». Έτσι, ανήμπορος και αβοήθητος μπροστά στα συναισθήματά του ο θύτης της εκδικητικής πορνογραφίας «καταστρέφει» αυτό που φαινομενικά κάποτε αγαπούσε.