Έχουμε για τα καλά περάσει το κατώφλι μιας πρωτόγνωρης και ιδιαίτερα ψυχοπιεστικής συνθήκης. Ο COVID-19 αποτελεί μια σημαντική εξωτερική απειλή, η εξάπλωση της οποίας θέτει σε κίνδυνο τις ζωές πολλών συνανθρώπων μας και μας έχει υποχρεώσει στην υιοθέτηση ενός τελείως διαφορετικού modus vivendi. Ενός τρόπου ζωής γεμάτου αυστηρούς περιορισμούς, ορθώς επιβαλλόμενων, προκειμένου να επιβιώσουμε αυτής της ασύμμετρης εξωτερικής απειλής.
Η πραγματική αυτή εξωτερική απειλή ανακινεί μέσα μας ανυπόφορα άγχη τα οποία απειλούν την εσωτερική μας συνοχή. Καλούμαστε, συνεπώς, ως μέλη μιας κοινωνίας να επιτελέσουμε ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο. Αφενός, να επιβιώσουμε της απειλής του ιού και να προστατεύσουμε τους συνανθρώπους μας από αυτή, εγκαταλείποντας προσωρινά ένα μεγάλο κομματι της εξωτερικής μας ελευθερίας και αφετέρου, να επιβιώσουμε μιας εξίσου ασύμμετρης εσωτερικής απειλής: του δυσβάσταχτου άγχους το οποίο αν αποτολμούσαμε να ονοματίσουμε, θα το ονομάζαμε «φόβο κατάρρευσης».
Εν ολίγοις, καλούμαστε να αναμετρηθούμε με τον ιό αλλά και με τον ίδιο μας τον εαυτό. Κι ενώ ο εξωτερικός περιορισμός μπορεί να αποβεί σωτήριος για την αντιμετώπιση της εξωτερικής απειλής, ο «εσωτερικός περιορισμός» εχει ολέθριες συνέπειες στην ψυχική μας υγεία.
Περισσότερο λοιπόν από ποτέ, καλούμαστε σήμερα να μείνουμε μόνοι με τον εαυτό μας. Αυτό, ωστόσο, είναι κάτι εξαιρετικά δύσκολο για παρά πολλούς ανθρώπους. Το κατανόησε πρώτος ο Βούδας (κι αργότερα ο Πασκάλ) εκφράζοντας τον αφοριστικά με τον γλαφυρότερο τρόπο: «Όλα τα προβλήματα ενός ανθρώπου πηγάζουν από την αδυναμία του να παραμείνει μόνος του σε ένα δωμάτιο».
Στο σημείο αυτό, δε θα πρέπει να συγχέεται η μοναξιά με τη μοναχικότητα. Επί παραδείγματι, μπορεί ένας άνθρωπος να περνάει πολυ χρόνο μόνος του και ο ψυχισμός του να κατακλύζεται από αισθήματα ζωτικότητας και πληρότητας. Στον αντίποδα,μπορεί κάποιος να περιτριγυρίζεται συνεχώς από άλλους ανθρώπους και να βιώνει ένα φρικτό αίσθημα μοναξιάς.
Αυτο συμβαινει διότι η μοναξιά είναι κατά κύριο λόγο ένα εσωτερικό βίωμα, οι ρίζες του οποίου βρίσκονται στην πρώιμη παιδική ηλικία και οφείλονται στην επιτυχή εσωτερίκευση μιας συναισθηματικά διαθέσιμης μητέρας. Εάν ένας άνθρωπος μεγάλωσε με μια μητέρα που ήταν διαθέσιμη ψυχικά και συναισθηματικά, έχει χτίσει μέσα του έναν “ασφαλές χώρο», ένα ψυχικό καταφύγιο στο οποίο μπορεί να ανατρέχει σε περιόδους έντονου άγχους. Για αυτό, η ικανοτήτα να μπορεί να μείνει κανείς μόνος με τον εαυτό αποτελεί, μαζί με τη διαχείριση της αμφιθυμίας, την κορωνίδα της ψυχικής ωρίμανσης ενός ατόμου.
Η σχέση με τον εαυτό, όπως άλλωστε και κάθε συντροφικός δεσμός, είτε πρόκειται για έρωτα είτε για φιλία, βασίζεται στη συζήτηση. Σήμερα, ωστόσο έχουμε χάσει τον εαυτό μας. Αδυνατούμε να αφουγκραστούμε τις συναισθηματικές μας ανάγκες και κυρίως κάνουμε ο,τι περνάει από το χέρι μας για να αποφύγουμε να έρθουμε σε επαφή με τον εαυτό μας. Κι η αποξένωση αυτή από τον εαυτό μας, την οποία ο Νίτσε όριζε ως «κακή αγαπη», είναι που μετατρέπει τη μοναξιά μας σε φυλακή.
Καλούμαστε λοιπόν, να βρούμε ένα moyen de vivre, έναν τρόπο να συνυπάρξουμε με τον εαυτό μας. Κυρίως όμως καλούμαστε να μετατρέψουμε την αγαπη σε δεσπόζουσα νότα της ύπαρξης μας.
Όπως πολύ όμορφα το διατύπωσε ο Oscar Wilde μέσα από το κελί του κατα τη διάρκεια εγκλεισμού του στις φυλακές του Ρέντινγκ: «Πρέπει να κρατήσω τη σπίθα της αγάπης αναμμένη πάση θυσία. Αν μπω στη φυλακή χωρίς αγάπη, τι θα απογίνει η ψυχή μου;»