(γραμμένο τρία χρόνο πριν, σαν σήμερα)
Έχουν περάσει περισσότερα από 100 χρόνια από τότε που ο Freud με περισσή γενναιότητα και τόλμη απεγκλώβισε τη μελέτη της σεξουαλικότητας από τα ηθικά δεσμά της, προσεγγίζοντας την ως ψυχικό και βιολογικό φαινόμενο. Πράγματι, αυτό που απασχόλησε τη σκέψη του Freud δεν ήταν το πως γίνεται κανείς σεξουαλικώς ”διεστραμμένος”, αλλά το πως γίνεται σεξουαλικά “φυσιολογικός”.
Ο όρος “διαστροφή”, ωστόσο, ή ο διαγνωστικά συνώνυμος του “παραφιλία” είναι επιστημονικά αδόκιμος διότι εμπεριέχει στον ορισμό του την έννοια της κανονικότητας, η οποία είναι μία πολιτισμικά και κοινωνικά κατασκευασμένη έννοια. Ως ψυχολόγοι και θεραπευτές οφείλουμε να εξετάσουμε το φαινόμενο της παραφιλίας με αποστειρωμένα χέρια, απογυμνώνοντας το από κάθε ηθικό και κοινωνικό μανδύα. Θα πρέπει λοιπόν να εγκαταλείψουμε τη ρητορική της “κανονικότητας” και να δούμε την παραφιλία ως μία έκφανση του ανθρώπινου ψυχισμού, δυνητικά, παρούσα σε όλους μας.
Το σημαντικότερο πρόβλημα, κατά την άποψή μου, στην κατανόηση της παραφιλίας, είναι ο περιορισμός του όρου στις σεξουαλικώς αποκλίνουσες συμπεριφορές. Καμία μεμονωμένη σεξουαλική συμπεριφορά, ωστόσο, δεν αποτελεί επαρκές διαγνωστικό κριτήριο μιας παραφιλίας. Η παραφιλία συνιστά έντονη δυσλειτουργία του συνόλου της προσωπικότητας ενός ανθρώπου και εκφράζεται μόνο μερικώς μέσα από τη σεξουαλική πράξη.
Η σεξουαλική πράξη αποτελεί μία βιολογικά καθορισμένη αυθόρμητη λειτουργία του ατόμου αλλά και ταυτόχρονα μία μορφή του σχετίζεσθαι. Προσωπικά, αντιλαμβάνομαι την παραφιλία ως μία ψυχική οπισθοχώρηση σε μία κατάσταση του νου η οποία στον παρανομαστή της έχει την άρνηση του άλλου ως αυτόνομη οντότητα. Η παραφιλία είναι μία ψυχική άμυνα απέναντι σε έναν από τους μεγαλύτερους φόβους του ανθρώπου, τον φόβο εξάρτησης, ο οποίος τροφοδοτείται από έναν ακόμη μεγαλύτερο φόβο, τον φόβο εγκατάλειψης. Όταν έναν άνθρωπος κυριεύεται από τον φόβο εγκατάλειψης, ασυνείδητα οδηγείται σε ένα σκοτεινό ψυχικό καταφύγιο,στο οποίο κυριαρχεί η άρνηση της ύπαρξης του άλλου.
Παρότι υπάρχουν περισσότερες από εκατό καταγεγραμμένες παραφιλίες , εκτιμώ ότι οργανώνονται σε 3 βασικές κατηγορίες τις οποίες θα προσπαθήσω να προσεγγίσω σύντομα: τον σαδομαζοχισμό, την υπερσεξουαλικότητα και την πλήρη αναστολή σεξουαλικού ενδιαφέροντος.
Ο σαδομαζοχισμός είναι ίσως η συχνότερη μορφή παραφιλίας. Ο Freud θεωρούσε ότι ο σαδισμός και ο μαζοχισμός αποτελούν διαφορετικά όψη του ιδίου νομίσματος και ότι καθένας μας έχει αυτά τα δύο χαρακτηριστικά σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Τόσο στην ενεργητική του κατάφαση (σαδισμός) όσο και στην παθητική του (μαζοχισμός) ο ασυνείδητος σκοπός σκοπός είναι η αποφυγή του άγχους εξάρτησης. Ο βασικός σκοπός του σαδιστή είναι να θέσει την ύπαρξη ενός άλλου ανθρώπου κάτω από τον πλήρη έλεγχο του, να τον ταπεινώσει και να του στερήσει κάθε ζωτικότητα, εξευτελίζοντας πλήρως τον άλλο. Με αυτόν τον τρόπο αρνείται την ύπαρξη του άλλου ως αυτόνομης προσωπικότητας μετατρέποντας τον σε εργαλείο ευχαρίστησης.
Το άτομο με μαζοχιστική δομή επιθυμεί να αποβάλει την προσωπική του ταυτότητα και να γίνει υποχείριο του άλλου, να ταπεινωθεί και να εξευτελιστεί θέτοντας τον εαυτό του κάτω από την απόλυτη κυριαρχία και εξουσία ενός άλλου ατόμου.
Η υπερσεξουαλικότητα αποτελεί άλλη μία σοβαρή διαστροφή του σχετίζεσθαι με τους άλλους. Με τον όρο “υπερσεξουαλικοτητα” δεν εννοώ μόνον την υπέρμετρη σεξουαλική ορμή, η οποία συνιστά μία σεξουαλικοποίηση του άγχους αποχωρισμού, αλλά αναφέρομαι κατά βάση σε 3 φαινόμενα: την κατά συρροήν μοιχεία, το polyamory και το swinging.
Η κατ’ εξακολούθηση μοιχεία αποτελεί μία μανιακή άμυνα απέναντι στην υγιή εξάρτηση από τον σύντροφο και σπανίως έχει να κάνει απλώς με την εκτόνωση και διοχέτευση της σεξουαλικής ορμής σε άλλους. Αντιθέτως, πηγάζει από έντονα συναισθήματα ανασφάλειας και φόβου, αποτελώντας ένα ψευδές είδος θριάμβου πάνω στα συναισθήματα αυτά.
Το swinging αποτελεί μία εκδραμάτιση του ίδιου άγχους σε μία παθολογική προσπάθεια επίλυσης του άγχους της πρωτογενούς σκηνής. Είναι μία επίθεση στη σημαντικότητα της σχέσης και συνάμα πλήρη υποτίμηση της σημαντικότητας και αξίας του άλλου. Μέσα από το swinging το άτομο προσπαθεί να ξεπεράσει αλλά κυρίως να αρνηθεί συναισθήματα ζήλιας, τα οποία σε έναν ορισμένο βαθμό είναι απόρροια κάθε ερωτικής σχέσης.
Το ίδιο ισχύει και με έναν σχετικά νέο τρόπο σχετίζεσθαι, το polyamory. Εδώ το άτομο προσπαθεί να αποτινάξει τα συναισθήματα εξάρτησης και φόβου εγκατάλειψης από τον άλλο, αποφεύγοντας την επένδυση σε έναν σύντροφο, αλλά αντίθετα επενδύοντας σε πολλούς. Έτσι ο κίνδυνος της απώλειας και του ψυχικού πόνου εξαφανίζεται εφόσον ο κίνδυνος απώλειας του (ενός) σημαντικού άλλου δεν υπάρχει.
Τέλος , η σεξουαλική αναστολή/δυσλειτουργία συνιστά μία αδυναμία του ατόμου να συνδεθεί με τους άλλους. Το άτομο ασυνείδητα είτε απογυμνώνει τον εαυτό του από κάθε είδους ερωτική επένδυση στους άλλους, είτε αδυνατεί να συνδεθεί μαζί τους.
Η σεξουαλική “διαστροφή” δεν αποτελεί σεξουαλικό φαινόμενο, αλλά συμβολίζει μία “επίθεση στη σχέση” και μία προσπάθεια ελέγχου των συναισθημάτων εξάρτησης από τον άλλο και άρνησης του φόβου εγκατάλειψης.