You are currently viewing ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΥΡΥΔΙΚΗ (ή ΠΕΡΙ ΕΡΩΤΙΚΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ)

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΥΡΥΔΙΚΗ (ή ΠΕΡΙ ΕΡΩΤΙΚΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ)

Η μυθική ερωτική ιστορία του Ορφέα και της Ευρυδίκης, κατά την άποψη μου, συγκαταλέγεται ανάμεσα στα κορυφαία διήγηματα που σκιαγραφούν με ιδιαίτερα συμβολικό τρόπο την τραγωδία της απώλειας του ερωτικού αντικειμένου. Η ερωτική ιστορία του Ορφέα και της Ευρυδίκης αντανακλά τα έντονα δυναμικά τόσο του έρωτα, οσο και του ερωτικού πένθους. Περισσότερο από όλα, πιστεύω, παρουσιάζει τις συνέπειες του αμεταβόλιστου και ανεπεξέργαστου έρωτα στην ψυχική οικονομία του ανθρώπου.

Σύμφωνα λοιπόν με την ιστορία, ο Ορφέας, ένας άριστος μουσικός, έκανε μία βόλτα στο δάσος όπου συνάντησε την νύμφη Ευρυδίκη, την οποία ερωτεύτηκε παράφορα και λίγο αργότερα παντρεύτηκε. Το ζευγάρι ζούσε ευτυχισμένο μέχρι τη στιγμή που ένας αγαπημένος φίλος του Ορφέα προσπάθησε να βιάσει την Ευρυδίκη. Η Ευρυδίκη άρχισε να τρέχει προκειμένου να ξεφύγει απο τον βιαστή της, αλλά υπέκυψε σε θανατηφόρο δάγκωμα φιδιού και έτσι οδηγήθηκε νεκρή στον Άδη. Η απώλεια της Ευρυδίκης κόστισε πολύ στον Ορφέα, ο οποίος ωστόσο αποτόλμησε κάθοδο στον Άδη με σκοπό να πάρει πίσω την αγαπημένη του. Η απέραντη θλίψη του, αλλά κυρίως η μουσική του τέχνη, λύγισαν την ψυχή του Θεού του Κάτω Κόσμου, ο οποίος αποφάσισε να του επιτρέψει να πάρει πίσω την αγαπημένη του βάζοντας μόνο έναν όρο: καθόλη τη διάρκεια της πορείας εξόδου από τον Κάτω Κόσμο απαγορευόταν να γυρίσει το κεφάλι του για να κοιτάξει την Ευρυδίκη, γιατί τότε η αυτή θα χάνονταν μια για πάντα και θα έμενε μόνιμα στο βασίλειο των νεκρών. Κατά τη διάρκεια της εξόδου, ωστόσο, ο Ορφέας υπέκυψε στην αδημονία του και στράφηκε να αντικρίσει την αγαπημένη του καταδικάζοντας την έτσι να ζήσει αιώνια σε σκιώδη μορφή στον Κάτω Κόσμο. Έκτοτε, ο Ορφέας τριγυρνούσε στο δάσος απαρηγόρητος παίζοντας θλιμμένες μελωδίες.

Τα δύο μεγαλύτερα αγχη που βιώνει ένας άνθρωπος, είναι ο φόβος αφανισμού (θανάτου) και ο φόβος εγκατάλειψης. Αυτό που κάνει τον έρωτα τόσο ισχυρό συναίσθημα, είναι ότι καταπραΰνει – για περιορισμένο χρονικό διάστημα – τα δύο αυτά ανυπόφορα άγχη.

Τι είναι όμως ο έρωτας;

Δυστυχώς, υπάρχει δυσκολία να ορίσουμε τον έρωτα. Η δυσκολία αυτή έγκειται κυρίως στον βιωματικό και υποκειμενικό χαρακτήρα του φαινομένου. Για αυτό τα ηνία στην κατανόηση του έρωτα τα έχουν πάρει οι τέχνες, η ποίηση και η λογοτεχνία. Ενώ υπάρχουν πολλά είδη έρωτα, ο έρωτας, πιστεύω, ορίζεται ακριβέστερα ως ένα ένα ψυχικό και βιολογικό φαινόμενο που στη βάση του έχει δύο χαρακτηριστικά: την εξιδανίκευση και την παντοδυναμία. Ο Οscar Wilde, έγραψε για τον έρωτα: «Ο ερωτευμένος άνθρωπος ξεκινά εξαπαντώντας τον εαυτό του και καταλήγει εξαπατώντας τους άλλους».

Πράγματι, ο έρωτας ξεκινάει με την απώλεια του εαυτού και καταλήγει (τις περισσότερες φορές) στην απώλεια του άλλου. Αυτό συμβαίνει καθώς ο ερωτευμένος τοποθετεί πάνω στο ερωτικό αντικείμενο κομμάτια του ιδανικού εαυτού του κατασκευάζοντας το έτσι ώστε να ανταποκρίνεται και να καλύπτει όλες τις ανάγκες του. Βλέπει έτσι δύο πράγματα στο πρόσωπο του ερωτεύτηκε: έναν ιδανικό εαυτό και έναν ιδανικό σύντροφο. Επειδή όμως προβάλει αυτές τις φαντασιωσιακές πτυχές του εαυτού του, ο ερωτευμένος «αδειάζει» και πολύ γρήγορα τη θέση του έρωτα παίρνει το κενό και η απελπισία, τα οποία διαδέχονται το μίσος.

Αυτός είναι ο ανώριμος ή διαφορετικά ο «αμεταβόλιστος» έρωτας. Ο ανεπεξέργαστος αυτός έρωτας δε κρατάει συνήθως περισσότερο από ένα χρόνο καταλήγει τις περισσότερες φορές σε οργή και μίσος, καθώς ο ερωτικός σύντροφος δε μπορεί να ικανοποιήσει – πώς θα μπορούσε άλλωστε – τις εξιδανικευμένες προσδοκίες του ερωτευμένου.

Αγάπη, από την άλλη, είναι η μεταβολισμένη μορφή του έρωτα. Για να μεταβεί ο ερωτευμένος από το στάδιο του έρωτα στο στάδιο της αγάπης απαραίτητη προϋπόθεση είναι το πένθος. Θα πρέπει o ερωτευμένος να πενθήσει την εξιδανικευμένη εικόνα τόσο του εαυτού του όσο και του άλλου και έτσι να αποκτήσει μία πιο ρεαλιστική εικόνα του ερωτικού συντρόφου. Ο έρωτας πάντα καταλήγει σε απώλεια. Το ζητούμενο είναι να πενθίσει ο ερωτευμένος την απώλεια αυτή, να έρθει σε επαφή με την υποκειμενική του πραγματικότητα και αν υπάρχουν αρκετά καλά στοιχεία, να μεταβολίσει τον έρωτα σε αγάπη. Αυτό προϋποθέτει ψυχική ωριμότητα και κυρίως ικανότητα ανοχής της αμφιθυμίας: ότι αυτός/ή που αγαπαώ περισσότερο από όλους, είναι παράλληλα το ίδιο πρόσωπο που πολλές φορές μισώ. Και αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό.

Μέσα από τη διαδικασία του ερωτικού πένθους το άτομο συγκροτείται και επαναεσωτερικεύει τα κομμάτια που πρόβαλε στον άλλον. Το πένθος είναι μια ζωτικής σημασίας ψυχική διεργασία, απαραίτητη για να μπορέσει κάποιος να βιώσει αγάπη και να σχετιστεί σε βάθος με τους άλλους. Στον παθολογικό έρωτα, αντιθέτως, δεν υπάρχει πένθος αλλά μελαγχολία: ο ερωτευμένος πενθεί την απώλεια του εαυτού του ο οποίος έγινε φτωχότερος και όχι την απώλεια του ερωτικού αντικειμένου. Για αυτό σε ιδιαίτερα παθολογικές περιπτώσεις ο έρωτας καταλήγει είτε σε αυτοκτονία (αφού κανείς έχει αδειάσει δεν υπάρχει νόημα να ζει ή σε δολοφονία του ερωτικού αντικειμένου).

Για αυτό είναι επιτακτική ανάγκη ο ερωτευμένος να εργαστεί πάνω στον έρωτα ώστε να μετατραπεί σε ερωτική αγάπη, που είναι ίσως η ρεαλιστικοτερη μορφή έρωτα. Έτσι μπορεί να παραμείνει ερωτευμένος, αλλά ο έρωτας του θα είναι βασισμένος σε πραγματικά στοιχεία. Ερωτεύτηκα κάποιον/α επειδή με έπεισε και τον έπεισα για αυτό. Για να φτάσει όμως κάποιος σε αυτό το στάδιο, θα πρέπει να μπορέσει να πενθήσει τον ναρκισσισμο του και να δει τον άλλον όπως πραγματικά είναι.

Διαφορετικά, σαν άλλος Ορφέας, κάθε φορά που θα γυρίζει το κεφάλι του να κοιτάξει έναν άλλο άνθρωπο, το μόνο που θα βλέπει θα είναι οι σκιές των φαντασιώσεων του και έτσι οι σχέσεις του θα είναι καταδικασμένες να παραμείνουν στο σκοτάδι…. Αυτός που δε μπορεί να μεταβολίσει τον έρωτα και να τον μετατρέψει σε αγάπη, θα είναι καταδικασμένος να χάνει το αντικείμενο του κάθε φορά που το πλησιάζει όπως ο Ορφέας έχασε την Ευρυδίκη: γιατί αυτό που βλέπει πραγματικά δεν είναι ο άλλος, αλλά οι φαντασιώσεις του. Και έτσι οι σχέσεις του θα είναι καταδικασμένες να παραμείνουν, συμβολικά, στο «βασίλειο των νεκρών» και να τελειώνουν πολύ σύντομα και επώδυνα. Άλλωστε, «είναι η διάρκεια και όχι η ένταση των υψηλών συναισθημάτων» που καθορίζουν την ποιότητα μιας σχέσης