Ο Freud είδε τη ζωή ως μια «νησίδα πόνου περιτριγυρισμενη από μια θάλασσα αδιαφορίας». Η θέση του αυτή, παρότι πεσιμιστική, αντανακλά, κατά την άποψη μου, αυτό το οποίο βροντοφώναξαν τα μεγαλύτερα πνεύματα όλων των εποχών: ότι η ζωή εμπεριέχει πόνο.
Αυτό το ίδιο το επώδυνο της ύπαρξης ωθεί τον άνθρωπο στο να προσπαθεί με κάθε μέσο να αποφύγει τον ψυχικό πόνο. Αποφεύγοντας όμως τον πόνο, ο άνθρωπος αποφεύγει την ψυχική του πραγματικότητα και γίνεται έτσι δραπέτης αλλά και αρνητής της ίδιας του της ύπαρξης.
Πράγματι κάνουμε τα πάντα για να αποτινάξουμε από πάνω μας τον ψυχικό πόνο ψάχνωντας συνεχώς τρόπους να αποβάλλουμε κάθε επώδυνο συναίσθημα. Οι ψυχοθεραπευτές ερχόμαστε πολύ συχνά αντιμέτωποι με αυτό το αίτημα, διότι αυτή είναι η συνηθέστερη επιθυμία ενός ανθρώπου που αναζητά ψυχοθεραπεία: να απαλλαγεί, να διώξει δηλαδή από μέσα του τον πόνο.
Αυτός όμως δεν είναι ο σκοπός της ψυχοθεραπείας. Κατά τη διάρκεια της ψυχαναλυτικής μου εκπαίδευσης ο επόπτης μου συνήθιζε να μου λέει: «Η ψυχοθεραπεία έχει να κάνει με την αλήθεια και την πραγματικότητα και ο δρόμος για να φτάσει κανείς σε αυτές είναι ο ψυχικός πόνος και το πένθος».
Το πένθος είναι μια επώδυνη ψυχική διεργασία, αλλά σημαντικό ορόσημο ψυχικής ανάπτυξης και ωρίμανσης. Προσωπικά πιστεύω ότι η συναισθηματική ανάπτυξη και ωρίμαση μπορεί να επιτευχθεί μονάχα μέσα από την επιτυχή ολοκλήρωση της διεργασίας του πένθους. Στις παρακάτω γραμμές θα προσπαθήσω να πω μερικά πράγματα για αυτή την πολύ σημαντική διεργασία και θα αναφερθώ σύντομα στις παθολογικές καταστάσεις της.
Ένα απαραίτητο κομμάτι της εργασίας του πένθους, το οποίο υπερτόνισε και ο Freud, είναι η αξιολόγηση της πραγματικότητας (reality testing). Χρειάζεται χρόνος κατά τη διαρκεια του πένθους ώστε να ολοκληρωθεί η διεργασία της αξιολόγησης της πραγματικότητας. Αποτελεί πεποίθηση μου, και δεν είμαι επουδενί μόνος σε αυτήν την πεποίθηση, ότι η αξιολόγηση της πραγματικότητας είναι η μόνη υγιής διόδος εξόδου από το πένθος και τον ψυχικό πόνο.
Η αξιολόγηση της πραγματικότητας,» έχει να κάνει με την επαναξιολόγηση των αρχικών προσδοκιών, πεποιθήσεων αλλά κυρίως με την κατάρρευση των πρώιμων εξιδανικεύσεων. Αυτό συμβαίνει κατά κύριο λόγο στις ερωτικές σχέσεις. Δανειζόμενος μια φράση του Oscar Wilde και παραφράζοντας την ελαφρώς: «Στον έρωτα στην αρχή βλέπεις τα πράγματα όπως δεν είναι. Λίγο αργότερα βλέπεις τα πράγματα όπως θα ήθελες να είναι. Μα στο τέλος βλέπεις τα πράγματα όπως πραγματικά είναι κι αυτό είναι το πιο τρομακτικό από όλα».
Η απώλεια ενός προσώπου, ενός ερωτικού συντρόφου ή μιας οποιαδήποτε σχέσης εμπεριέχει φυσικά οδύνη και ψυχικό πόνο. Ο ψυχικός αυτός όμως πόνος δεν έχει να κάνει τόσο με την απώλεια του προσώπου αυτού κάθε αυτού, όσο με την απώλεια των όσων συμβόλιζε το πρόσωπο αυτό, κυρίως την ασφάλεια, αγάπη και προστασία.
Η απώλεια αυτή τροφοδοτεί ένα από τα μεγαλύτερα άγχη του του ανθρώπου, τον φόβο εγκατάλειψης. Σε πολλές περιπτώσεις ένα άτομο αισθάνεται έντονη ενοχή για το απολεσθέν πρόσωπο αγάπης, θεωρώντας τον εαυτό του υπεύθυνο για την απώλεια του. Εάν όμως η ενοχή δεν είναι πολύ έντονη και η διεργασία του πένθους και της (επ)αν αξιολόγησης της πραγματικότητας εξελιχθεί ομαλά, το άτομο καταφέρνει να αποεπενενδύσει (να μαζέψει δηλαδή πίσω όλα όσα συναισθηματικά είχε επενδύσει στο απολεσθέν αντικείμενο αγάπης) και να τα επενδύσει κάπου άλλου. Όταν ολοκληρωθεί επιτυχώς η διεργασία του πένθους, το άτομο αισθάνεται περισσότερο ολοκληρωμένο, συγκροτημένο και ζωτικό.
Υπάρχουν, ωστόσο, ψυχικές καταστάσεις που παρεμποδίζουν την διεργασία του πένθους. Αυτό συμβαίνει είτε όταν το άγχος απώλειας του άλλου είναι πολύ έντονο, είτε όταν υπάρχει ένα πολύ έντονο συναίσθημα ενοχής.
Όταν ο φόβος απώλειας του αγαπημένου αντικειμένου είναι πολύ έντονος, τότε το άτομο προσπαθεί να αμυνθεί σε αυτό εισερχόμενο σε μια κατάσταση «μανίας». Χαρακτηριστικό αυτών των μανιακών καταστάσεων είναι η άρνηση της ψυχικής πραγματικότητας, δηλαδή του ψυχικού πόνου που συνεπάγεται η απώλεια του αντικειμένου αγάπης. Υπάρχουν τρεις μανιακές καταστάσεις που απομακρύνουν έναν άνθρωπο από την ψυχική του πραγματικότητα: η υποτίμηση (μείωση της αξίας του προσώπου που χάθηκε έτσι ώστε να μην έχει τόση αξία για εμάς), ο θρίαμβος (αίσθημα νίκης, θριάμβου και υπεροχής απέναντι στο απολεσθέν αντικείμενο αγάπης) και ο παντοδύναμος έλεγχος (προσπάθεια ελέγχου του αγαπημένου αντικειμένου έτσι ώστε να μην μας εγκαταλείψει).
Όταν από την άλλη το αίσθημα ενοχής είναι ανυπόφορο και δε μπορεί να μεταβολιστεί ψυχικά, το άτομο οδηγείται σε βαριά κατάθλιψη και σε εξαιρετικά παθολογικές περιπτώσεις οδηγείται στην αυτοκτονία.
Ως θεραπευτές ο στόχος μας είναι να βοηθάμε τους θεραπευομένους μας να «υποφέρουν εποικοδομητικά». Να μπορούν να δημιουργούν χώρο μέσα τους έτσι ώστε να φιλοξενούν όλα τα δεινά της ζωής χωρίς να καταρρέουν. Για να μπορέσει όμως κάποιος να «υποφέρει εποικοδομητικά» θα πρέπει να περάσει μέσα από τις συμπληγάδες της δικής του αλήθειας. Κι αυτό έρχεται πάντοτε με μία αναπόφευκτη δόση πόνου και θλίψης. Και στόχος της ψυχοθεραπείας, όπως άλλωστε είπε κι ο Freud, είναι «να μετατρέψει την ανυπόφορη θλίψη σε καθημερινή μιζέρια».