You are currently viewing Η  κουλτούρα της ανελευθερίας και η δικτατορία των νεκροζώντανων

Η κουλτούρα της ανελευθερίας και η δικτατορία των νεκροζώντανων

Στις 18 Μαϊου του 1944, λίγες εβδομάδες πριν την απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων στην Νορμανδία, δύο υπολοχαγοί Βρετανοί καταδρομείς συνελήφθησαν από τους Γερμανούς. Οι καταδρομείς αυτοί ανήκαν στις Βρετανικές μυστικές υπηρεσίες και είχαν πέσει επίτηδες στα χέρια των Ναζί με σκοπό να τους δώσουν παραπλανητικές πληροφορίες. Ο ένας εξ’ αυτών, ο υπολοχαγός Lane, οδηγείται στον άντρα στον οποίο ο Χίτλερ είχε παραχωρήσει την αποκλειστική διοίκηση της κατεχόμενης Γαλλίας και την προετοιμασία του Ράιχ για την επικείμενη εισβολή των συμμάχων, τον Έρβιν Ρόμελ.

Γρήγορα μεταξύ των δύο ανδρών αναπτύσσεται ένας διάλογος φιλοσοφικού περιεχομένου περί του ορθώς διοικείν. Στα πλαίσια του διαλόγου αυτού και αναφερόμενος στην κατάσταση της Γαλλίας, o Lane θέτει το εξής ερώτημα στον Ρόμελ: «Θα μου εξηγήσει η Εξοχότητά σας αν θεωρείτε τη στρατιωτική κατοχή ως ιδανική κατάσταση για μία ηττημένη χώρα;». Ο Ρόμελ συλλογίζεται λίγο την ερώτηση και του απαντά: «Αν σήμερα ταξιδέψετε στην κατεχόμενη Γαλλία και κρατήσετε τα μάτια σας ανοιχτά, θα δείτε πόσο ευτυχισμένος είναι ο Γαλλικός λαός. Για πρώτη φορά ξέρουν ακριβώς τι πρέπει να κάνουν επειδή τους το υπαγορεύουμε εμείς. Και αυτό είναι που αρέσει στους απλούς ανθρώπους».

Στην προσπάθεια του να υπερασπιστεί την βίαιη και άδικη Ναζιστική κατοχή της Γαλλίας, ο Ρόμελ, ενδεχομένως άθελα του, θέτει ένα σημαντικό φιλοσοφικό προβληματισμό που απασχόλησε την σκέψη αρκετών εκ των σημαντικότερων πνευμάτων που περπάτησαν σε αυτόν τον κόσμο: την σχέση του ανθρώπου με την ελευθερία. Το εάν και σε ποιο βαθμό ο άνθρωπος επιθυμεί πραγματικά ελευθερία δεν είναι κάτι το οποίο μπορεί να απαντηθεί εύκολα. Στις παρακάτω γραμμές θα επιχειρήσω να καταπιαστώ με το ζήτημα της ελευθερίας ως κατάστασης του νου ενός ανθρώπου, προσπαθώντας να απαντήσω στο εάν είμαστε και κυρίως το αν επιθυμούμε να είμαστε ελεύθεροι.

Τον περασμένο αιώνα ο Freud προκάλεσε ένα ισχυρό ναρκισσιστικό πλήγμα στον πολιτισμό μας το οποίο ακόμη δεν μπορούμε να του συγχωρήσουμε και αυτός είναι ένας από τους λόγους που η ψυχανάλυση είχε πάντα τόσους φανατικούς εχθρούς. Αυτό που ισχυρίστηκε ο Freud ήταν ότι ο άνθρωπος δεν είναι τόσο ελεύθερος όσο θέλει να πιστεύει. Υπέθεσε ότι η συμπεριφορά του ανθρώπου καθορίζεται από ασυνείδητα κίνητρα και συγκρούσεις και ότι γνωρίζουμε μόνον ελάχιστα πράγματα για τον εαυτό μας. Συνέχισε μάλιστα λέγοντας ότι οι άνθρωποι δεν επιθυμούν πραγματικά την ελευθερία, διότι η ελευθερία προϋποθέτει την ανάληψη της ατομικής ευθύνης και αυτό είναι κάτι που τρομάζει τους ανθρώπους. Ο Freud, συνεπώς, ισχυρίστηκε ότι όχι μόνον δεν είμαστε ελεύθεροι, αλλά στην πραγματικότητα δεν θέλουμε την ελευθερία.

 Η θέση αυτή του Freud, κατά την προσωπική μου άποψη, είναι όχι μόνον ορθή, αλλά αντανακλά σε ανησυχητικό βαθμό τα δυναμικά της εποχής στην οποία ζούμε, η οποία προάγει μία κουλτούρα ανελευθερίας, την οποία συμβολικά θα χαρακτηρίσω ως «η δικτατορία των νεκροζώντανων». Πριν μιλήσω περισσότερο για αυτό, ωστόσο, θα ήθελα να προσπαθήσω να δώσω έναν λειτουργικό ορισμό της ελευθερίας, ο οποίος ευελπιστώ ότι θα είναι βοηθητικός στην κατανόηση των παρακάτω γραφομένων.

Με τον όρο «ελευθερία» αναφέρομαι στην ικανότητα ενός ανθρώπου να αντέχει τον εαυτό του. Υπό αυτήν την έννοια ελεύθερος είναι ο άνθρωπος που μπορεί να είναι σε αρμονία με τα συναισθήματα του, χωρίς να τα αρνείται, απωθεί ή εκδραματίζει. Ελεύθερος, μπορεί μονάχα να είναι όποιος δεν αρνείται την ψυχική του πραγματικότητα. Αυτός του οποίου η ψυχή έχει χώρο για τα δεινά της ύπαρξης, τα οποία ως άλλος Άτλας μπορεί να φέρει στις πλάτες του. Εκείνος που μπορεί να πενθήσει και να κάμει κάτι παραγωγικό με την θλίψη του. Παραφράζοντας λίγο τον Πασκάλ, ελεύθερος είναι αυτός που μπορεί να μείνει μόνος με τον εαυτό του σε ένα σκοτεινό δωμάτιο χωρίς την παρουσία ερεθισμάτων. Δυστυχώς, μόνο η σκέψη ενός τέτοιου εγχειρήματος είναι ικανή να προκαλέσει τρόμο στους περισσότερους ανθρώπους.

Η ελευθερία, ως ψυχική κατάσταση, σχετίζεται με την ικανότητα ενός ανθρώπου να πενθήσει. Πράγματι, το πένθος βαθαίνει τα συναισθήματα ενός ανθρώπου προς την ζωή. Μέσα από το πένθος μπορεί κανείς να ανακαλύψει τον Αληθινό του εαυτό και να έρθει σε επαφή με την αυθεντικότητα του χαρακτήρα του. Διότι αν υπάρχει μία οικουμενική αλήθεια για την ζωή, αυτή είναι ότι είναι επώδυνη. Και είναι η ίδια η επεξεργασία του επώδυνου της ύπαρξης που συγκροτεί την προσωπικότητα ενός ανθρώπου και τον ανοίγει προς την ζωή. Δεν μπορεί ένας άνθρωπος να έχει μερίδιο στην όποια ευτυχία του αναλογεί αν δεν διαβεί πρώτα μέσα από τις συμπληγάδες της θλίψης. Ας επιστρέψουμε όμως τώρα στην «δικτατορία των νεκροζώντανων».        

Αυτό που επιθυμώ να περιγράψω με τον όρο «δικτατορία των νεκροζώντανων» είναι η μανιακή ενασχόληση που υπάρχει στον 21 αιώνα με το μη ανθρώπινο, το ήμι -ανθρώπινο και το ανθρωποειδές, τα οποία αψηφούν τους νόμους της φύσης, της γέννησης και του θανάτου. Η γλαφυρότερη περιγραφή του νέου αυτού ψυχικού status quo έρχεται από το προφητικό αριστούργημα του Aldous Huxley «Θαυμαστός Καινούριος Κόσμος». Αυτό που καθιστά το έργο του Huxley συγκλονιστικό είναι ότι περιγράφει ένα εξ’ολοκλήρου νέο modus viventi, το οποίο είναι πολύ κοντά σε αυτό που προσπαθώ να περιγράψω ως η «δικτατορία των νεκροζώντανων».

Το βιβλίο μας μεταφέρει στο 2540 μετά Φόρντ, σε μία περίοδο όπου ο παγκόσμιος πληθυσμός έχει μειωθεί σημαντικά καθώς οι άνθρωποι πλέον αναπαράγονται τεχνητά σε κρατικά κέντρα επωάσεως και αναπτύσσονται μέσα σε φιάλες. Από την στιγμή της γονιμοποίησης τους οι άνθρωποι χωρίζονται σε κατηγορίες που καθορίζουν τον κοινωνικό και επαγγελματικό τους προορισμό. Στον «θαυμαστό αυτό καινούργιο κόσμο» δεν έχει χώρο καμία ψυχική και σωματική ευαλωτότητα. Οι άνθρωποι του θαυμαστού καινούριου κόσμου, δεν γερνούν ποτέ και τα σώματα τους δεν παρακμάζουν. Τα πάθη και τα δεινά της ύπαρξης δεν αγγίζουν τον κάτοικο του «θαυμαστού  καινούργιου κόσμου» αφού τα καταπολεμά με την χρήση μίας ψυχότροπης ουσίας, την «σόμα». Μόλις κανείς νιώσει λίγη δυσφορία καταναλώνει λίγη σόμα και αμέσως τον πλημμυρίζει ένα αίσθημα ωκεάνιας ευτυχίας.

Πόσο άραγε διαφέρει ο σημερινός μας πολιτισμός από τον Θαυμαστό Καινούριο Κόσμο του Huxley; Η αίσθησή μου είναι ότι δεν διαφέρει και πολύ. Δυστυχώς, ο πολιτισμός μας καλλιεργεί την άρνηση της ψυχικής ευαλωτότητας σε όλα τα επίπεδα. Αυτό εκφράζεται μέσα από πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης που προάγουν το αψεγάδιαστο, την εκτεταμένη χρήση ψυχοτρόπων ουσιών, τις συνεχείς αισθητικές παρεμβάσεις, την εμμονή με την εξωτερική εμφάνιση για να αναφέρω μονάχα μερικά από αυτά. Φαίνεται ότι αισθανόμαστε βαθμιαία ολοένα περισσότερο άβολα να είμαστε άνθρωποι με ό,τι αυτό περιλαμβάνει. Και το να είναι κανείς άνθρωπος σημαίνει ότι είναι φθαρτός, ευάλωτος, αδύναμος. Αυτό το κατάλαβαν οι Ιάπωνες μέσα από την τέχνη του Kintsugi, μία από τις ωραιότερες, κατά την άποψη μου, μορφές τέχνης: και είναι όμορφη επειδή είναι αληθινή, καθώς αληθινό είναι ό,τι ραγίζει, σπάει και παραμορφώνεται. Και η πραγματική ομορφιά βρίσκεται στην παραμόρφωση και την ευαλωτότητα.

Στην Ιαπωνική αυτή τέχνη οι ρωγμές είναι εκεί θυμίζοντας ότι κάτι κάποτε ράγισε. Ο σημερινός όμως άνθρωπος κάνει τα πάντα για να κρύψει τις ρωγμές του ψυχισμού του κυνηγώντας παράλληλα μία ρηχή και επιφανειακή ευτυχία που βασίζεται στην αέναη κατανάλωση ανθρώπινων και μη ανθρώπινων. Μία κατανάλωση, ωστόσο, την οποία δεν μπορεί να μεταβολίσει και όσο η κατανάλωση μεγαλώνει, τόσο μεγαλώνει και το κενό που έχει μέσα του. Αυτό συμβαίνει διότι ό,τι δεν μεταβολίζεται ψυχικά μετατρέπεται σε ένα ανυπόφορο αίσθημα κενού που συνοδεύεται από μία αβάσταχτη δυστυχία. Η δυστυχία αυτή είναι η επιστροφή του απωθημένου στην πιο οδυνηρή της μορφή.

Η ανυπόφορη δυστυχία πηγάζει από την ανικανότητα ενός ανθρώπου να αντέξει την εαυτό του και κυρίως να πενθήσει. Να αγκαλιάσει δηλαδή συναισθηματικές καταστάσεις που είναι επώδυνες. Η ανικανότητα του ατόμου να αντέξει τον εαυτό του είναι η πηγή όλων των δεινών και μερικών εκ των πλέον καταστροφικών καταστάσεων της ύπαρξης. Ολόκληρος ο πολιτισμός σήμερα φανερώνει αυτή την ανικανότητα μας να πενθήσουμε. Η ψυχανάλυση όμως μας έχει δείξει ότι το μονάχα μέσα από το πένθος γεννιέται ο ψυχικός εαυτός ενός ανθρώπου και αποκτά κανείς ατομική ταυτότητα. Όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται, όσο κανείς εργάζεται πάνω στην θλίψη και το πένθος τόσο η δυστυχία στην ζωή του γίνεται περισσότερο υποφερτή.  Αυτό ήθελε να δείξει ο Freud λέγοντας ότι ο σκοπός της ψυχανάλυσης είναι να μετατρέψει την ανυπόφορη θλίψη σε καθημερινή μιζέρια. Και αυτό κάνει η ψυχανάλυση: δεν αλλάζει το ποιος είναι κανείς, αλλά τον βοηθά να αντέξει τον εαυτό του. Και αυτός θα πρέπει επίσης να είναι ο ρόλος τους σωστού θεραπευτή: να κλείσει τα αυτιά του στις σειρήνες της ευτυχίας και να βοηθήσει τον άνθρωπο με τον οποίο εργάζεται μαζί να «υποφέρει εποικοδομητικά».

Ο στόχος της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας είναι να ελευθερώσει τον άνθρωπο και να τον βοηθήσει να βρει τον Αληθινό του εαυτό. Κάνοντας το ασυνείδητο συνειδητό, ο άνθρωπος αποκτά μεγαλύτερη ελευθερία στη ζωή του και σταματά τις καταστροφικές καταναγκαστικές επαναλήψεις που τροφοδοτούν την δυστυχία του. Η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία είναι μία θεραπεία που σκοπό έχει να οπλίσει την καρδιά του ανθρώπου με κουράγιο, καρτερία και ανθεκτικότητα. Δεν έχουν όμως όλοι οι άνθρωποι τον ίδιο βαθμό ψυχικής ανεκτικότητας και για αυτό η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία κρατάει καιρό, καθώς χρειάζεται χρόνος για να δημιουργηθεί στην ψυχή του ανθρώπου ο επαρκής αυτός χώρος που του επιτρέπει να φιλοξενήσει όλες αυτές τις τρομακτικές και επώδυνες ψυχικές καταστάσεις που μέχρι πρότινος τον απειλούσαν.

Η δύσκολη και εξαιρετικά κοπιαστική αυτή εργασία είναι ο τρόπος για να ζήσει κανείς μία «αρκετά ικανοποιητική ζωή». Και αρκετά ικανοποιητική είναι η ζωή που είναι μεστή νοήματος, το οποίο αποτελεί αντιστάθμισμα στις τραγωδίες της. Aλήθεια, ποια είναι άραγε η εναλλακτική; Να μείνει κανείς παγιδευμένος σε έναν κόσμο ζωντανών – νεκρών. Και δεν υπάρχει γλαφυρότερη περιγραφή των ολέθριων συνεπειών του να κατοικεί κανείς στο βασίλειο των ζωντανών – νεκρών από αυτή του Αχιλλέως στην Οδύσσεια, ο οποίος λέγει στον Οδυσσέα, όταν ο τελευταίος κατέβηκε στον Άδη (τον κόσμο των ζωντανών – νεκρών), ότι θα προτιμούσε να ήταν ζωντανός και σκλάβος, παρά βασιλιάς στον κόσμο των ζωντανών – νεκρών. Και πράγματι, το να είναι κανείς παγιδευμένος μεταξύ ζωής και θανάτου είναι μία ανείπωτη τραγωδία.