Η παραμονή της πρωτοχρονιάς ήταν ανέκαθεν μία ημέρα υψηλού συμβολισμού για τους περισσότερους ανθρώπους. Ίσως να μην υπάρχει άλλη μέρα όπου κανείς να έρχεται τόσο έντονα αντιμέτωπος μεταξύ του παρόντος και του μέλλοντος. Ο κάθε άνθρωπος την παραμονή της πρωτοχρονιάς σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό έρχεται αντιμέτωπος με αυτό που είναι αυτή την στιγμή και αυτό που θα ήθελε να είναι στο μέλλον. Η παραμονή της έλευσης του νέου χρόνου φουντώνει μία γνώριμη και συνάμα μυστηριώδη σύγκρουση που φωλιάζει στην ψυχή του κάθε ανθρώπου: την σύγκρουση μεταξύ του «είναι» και του «γίγνεσθαι».
Το «είναι» ενός ανθρώπου αποτελεί τόσο την εσωτερική, όσο και την εξωτερική του πραγματικότητα. Αφορά την συναισθηματική του κατάσταση, τις σκέψεις, του οι οποίες είναι σκιές των συναισθημάτων του, αλλά και τις συνθήκες της ζωής του, όπως αυτές είναι διαμορφωμένα στο παρόν. Με απλά το λόγια το «είναι» αφορά το παρόν ενός ανθρώπου. Αποτελεί πεποίθηση μου ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι συμφιλιωμένοι με αυτό που «είναι». Οι άνθρωποι αυτοί βιώνουν την επί του παρόντος πραγματικότητά τους σαν μία φυλακή από την οποία πασχίζουν επί ματαίω να δραπετεύσουν. Η φυλακή του «είναι» τους κάνει την ζωή τους ανυπόφορη, γεμάτη δυσφορία, αχρείαστη θλίψη και μιζέρια.
Ο άνθρωπος που είναι εγκλωβισμένος στην σκοτεινή φυλακή του «είναι» του θα μπορούσε κάλλιστα να παρομοιαστεί με τον τραγικό ήρωα του Αισχύλου, τον Προμηθέα. Σύμφωνα με την πιο γνωστή παραλλαγή του μύθου, ο Προμηθέας, για να βοηθήσει το ανθρώπινο γένος, έκλεψε από τον θεό Ήφαιστο την φωτιά και την έδωσε στους ανθρώπους. Όταν ο Δίας πληροφορήθηκε την πράξη του Προμηθέα οργίστηκε τόσο πολύ που τον καταδίκασε στην πιο μαρτυρική τιμωρία: τον έδεσε στο όρος Καύκασο και έστελνε κάθε μέρα έναν αετό να του τρώει το συκώτι. Κάθε βράδι αναγεννιόταν το συκώτι του Προμηθέα, ενώ κάθε πρωί το έτρωγε ο αετός καταδικάζοντας τον σε ένα αέναο μαρτύριο. Από το μαρτύριο αυτό έσωσε τον Προμηθέα ο Ηρακλής, ο οποίος ανέβηκε στο όρος Καύκασο και τον ελευθέρωσε.
Η ύπαρξη πολλών ανθρώπων δεν διαφέρει ιδιαίτερα από το τραγικό μαρτύριο που βίωνε ο Προμηθέας. Το ανυπόφορος άγχος, η θλίψη και η ψυχική δυσφορία έρχονται σαν άλλος αδυσώπητος αετός και κατασπαράζουν δίχως έλεος τα σωθικά του ανθρώπου που υποφέρει. Όπως ο Προμηθέας, ο άνθρωπος που υποφέρει νιώθει βαθύτατα μόνος, αβοήθητος και απελπισμένος. Η απόγνωση του μεγαλώνει μέρα με την μέρα και οι αλυσίδες σφίγγουν ακόμη περισσότερο καθηλώνοντας τον σε αυτό το ανυπόφορο «είναι». Έτσι, ο άνθρωπος βυθίζεται ακόμη περισσότερο σε μία ζοφερή και δίχως νόημα ύπαρξη η οποία χαρακτηρίζεται από μία μαρτυρική επαναληψιμότητα.
Η πρώτη ενδεχομένως σκέψη του ανθρώπου του οποίου ο βίος ταυτίζεται με το μαρτύριο του Προμηθέα είναι πως θα ελευθερωθεί από το αβάσταχτο αυτό μαρτύριο. Φυσικά, αυτό είναι κατανοητό καθώς ο άνθρωπος υποφέρει μέσα σε αυτήν την αφόρητη πραγματικότητα. Κανένα «πως», ωστόσο, δεν μπορεί να προσδιοριστεί χωρίς πρώτα να δοθεί μία επαρκής απάντηση στο «γιατί». Συνεπώς, το ουσιαστικό ερώτημα το οποίο χρειάζεται να απατήσει κανείς εδώ είναι το εξής: γιατί η ύπαρξη μου έχει μετατραπεί σε ένα αιώνιο μαρτύριο;
Πιστεύω ότι ο μύθος του Αισχύλου μας βοηθάει να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό. Γιατί λοιπόν ο Προμηθέας υπέστη το βάρβαρο αυτό μαρτύριο; Κατά την άποψη μου, η εξήγηση στο ερώτημα αυτό είναι απλή: ο Προμηθέας υπέστη το μαρτύριο αυτό επειδή υπέπεσε στο αμάρτημα της κλοπής. Η κλοπή είναι ένα αρχετυπικό είδος αμαρτίας, το οποίο εξετάζω όχι με την θεολογική, όσο με την βαθιά φιλοσοφική ερμηνεία του έννοια, που δεν είναι άλλο από αυτό της αστοχίας. Αμαρτάνω σημαίνει «αστοχώ» και υπό αυτή την έννοια η κλοπή, ακόμη και η κλοπή που φαινομενικά μπορεί να ωφελήσει κάποιους, όπως στην περίπτωση του Προμηθέα, είναι αστοχία.
Η κλοπή εκτροχιάζει τον άνθρωπο από το μονοπάτι της ζωής. Το βασικό πρόβλημα με την κλοπή είναι ότι αποτελεί μία σοβαρής μορφής απάτη. Εν προκειμένω, δεν αναφέρομαι στην απάτης γενικότερα, αλλά στην χειρότερη, κατά την άποψη μου, μορφή απάτης: αυτή της αυταπάτης. Ο άνθρωπος που εξαπατά τον εαυτό του, κλέβει το μέλλον του. Ο άνθρωπος που ζει μέσα στην πλάνη και στην αυταπάτη γίνεται ληστής της ίδιας του της ύπαρξης, αφού για να ικανοποιήσει το παρόν του εκποιεί το μέλλον του.
Για αυτόν τον λόγο είναι επιτακτική ανάγκη να γνωρίζει κανείς τον εαυτό του. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στον πρόναο του μαντείου τον Δελφών ήταν χαραγμένες δύο φράσεις: το «γνώθι σαυτόν» και το «μηδέν άγαν». Το Δελφικό παράγγελμα της αυτογνωσίας είναι το αντίδοτο για κάθε αυταπάτη, καθώς ο άνθρωπος που γνωρίζει τον εαυτό του δεν χρειάζεται να δημιουργήσει πλάνες που τον βοηθάνε να αντέξει τον εαυτό του. Η πλάνη έχει ως μητέρα την άγνοια και η άγνοια είναι μητέρα πάσης φύσεως δεινών.
Το δεύτερο πρόβλημα με την κλοπή, είναι ότι αποτελεί μία παρασιτική πράξη. Ο κλέφτης ζει παρασιτικά μέσα από τους άλλους, καθώς είναι καταδικασμένος να βασίζεται σε τρίτους για την επιβίωση τους. Όταν κλέβει κανείς αποκτά κάτι, αλλά συνάμα χάνει κάτι μεγαλύτερο: την δυνατότητα να αγωνιστεί για να αποκτήσει και ο ίδιος κάτι καλό και όμορφο. Συμβολικά, ο άνθρωπος που ζει συμβιωτικά και παρασιτικά, αυτός δηλαδή που ζει μέσα από τις δυνατότητες των άλλων, καταλήγει να στερεί από τον εαυτό του κάθε δυνατότητα για να αναπτύξει ικανότητες που θα μπορούσαν να τον βγάλουν από μαρτυρικό «είναι» και να τον ανοίξουν σε ένα δημιουργικό «γίγνεσθαι».
Το «γίγνεσθαι», το οποίο αφορά αυτό που θέλει να γίνει κανείς, αποτελείται από δύο σημαντικές συνιστώσες: την θέληση και το όραμα. Η θέληση είναι η κινητήριος δύναμη της αλλαγής. Είναι η ορμή προς αλλαγή. Όσο ισχυρή θέληση κι αν έχει κανείς, δεν μπορεί απεγκλωβιστεί από το μαρτυρικό «είναι» της ύπαρξης του και να ανοιχτεί στο δημιουργικό «γίγνεσθαι» αν δεν έχει ένα αρκετά ξεκάθαρο όραμα για την ζωή του. Ένα αρκετά ξεκάθαρο όραμα σφυρηλατεί και παράλληλα χαλυβδώνει τον ψυχισμό του ανθρώπου προετοιμάζοντας τον να εγκαταλείψει το ζοφερό «είναι» και να κατευθυνθεί προς ένα υψηλό «γίγνεσθαι».