Οι ακραίες μορφές βίαιης συμπεριφοράς απασχόλησαν την σκέψη του Freud, ο οποίος περισσότερα από εκατό χρόνια πριν, διατύπωσε την ψυχολογική υπόθεση ότι υπάρχει μία εγγενής καταστροφική τάση μέσα σε κάθε άνθρωπο η οποία είτε στέφεται προς τον εαυτό του, είτε κατευθύνεται προς τους άλλους. Ο Freud δεν είδε τον ψυχισμό του ανθρώπου ως ‘tabula rasa’, αλλά τον σκιαγράφησε ως έρμαιο μίας σύγκρουσης μεταξύ αγάπης και επιθετικότητας.
Η επιθετικότητα είναι ένα πολυσύνθετο και ετερογενές φαινόμενο, οι προεκτάσεις του οποίου, όπως άλλωστε παρατηρούμε τις τελευταίες ημέρες, έχουν σημαντικό κόστος στην κοινωνία. Στην επιστημονική βιβλιογραφία υπάρχει έντονη διχογνωμία σχετικά με τον ορισμό, την αιτιολογία, όσο και την φύση της επιθετικότητας. Η ασυμφωνία αυτή, κατά την άποψη μου, οφείλεται εν μέρει στην ασάφεια διαχωρισμού μεταξύ της επιθετικότητας ως ψυχικής ενόρμησης και της παθολογικής εκδήλωσης της, την οποία ονομάζουμε βία. Παρόλο που η επιθετικότητα ως ψυχική ενόρμηση δεν καταλήγει πάντα σε βίαιη συμπεριφορά, βρίσκεται στον πυρήνα κάθε πράξης βίας.
Ένα εύλογο ερώτημα το οποίο εγείρεται στο σημείο αυτό είναι το τι οδηγεί έναν άνθρωπο σε πράξεις βίας. Η ικανοποιητική απάντηση του ερωτήματος αυτού μέσα από ένα κείμενο είναι, σαφώς, φιλόδοξη πρακτική και για αυτόν τον λόγο θα αναφερθώ μόνον σε ορισμένα γενικά χαρακτηριστικά επιθετικής συμπεριφοράς.
Οι περισσότεροι κλινικοί συμφωνούνε στην ύπαρξη δύο ειδών βίας: την ‘αντιδράστική ή παρορμητική βία’ και την ‘καταδιωκτική βία’ (ορισμένοι κάνουν λόγο και για μια τρίτη κατηγορία, την ΄διαπροσωπική βία΄, ενώ άλλοι την εντάσσουν στο πλαίσιο της αντιδραστικής βίας). Στο κείμενο αυτό θα ασχοληθώ με το φαινόμενο της παρορμητικής βίας, που είναι το είδος βίας που παρατηρήσαμε τις τελευταίες μέρες.
Η παρορμητική/αντιδραστική βία είναι το πιο κοινό είδος βίας και αυτό το οποίο χαρακτηρίζει την συντριπτική πλειονότητα των βιαιοπραγιών. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, τόσο στους ανθρώπους, όσο και σε όλα τα θηλαστικά το είδος της βίας αυτής ενεργοποιείται αυτόματα για την προστασία της ζωής όταν κάποιος δέχεται επίθεση και απειλείται η ζωή του. Στους ανθρώπους, ωστόσο, εν αντιθέσει με τα λοιπά θηλαστικά, η αντιδραστική βία δεν έχει μόνον βιολογικές προεκτάσεις (προστασία του φυσικού εαυτού), αλλά έχει και μία σημαντική ψυχολογική διάσταση καθώς ενεργοποιείται για την προστασία του ‘ψυχολογικού εαυτού’.
Από κλινικής άποψης, η αντιδραστική βία οφείλεται στην υπερβολική ενεργοποίηση μιας βασικής συναισθηματικής κατάστασης η οποία χαρακτηρίζει την πλειονότητα της επιθετικής συμπεριφοράς και την οποία ονομάζουμε ‘οργή’. Οι έρευνες στη βρεφική ηλικία μας δείχνουν ότι ο βασικός στόχος της οργής είναι εξαλείψει κάθε πηγή ενόχλησης, ματαίωσης ή πόνου. Μια μεταγενέστερη αναπτυξιακή λειτουργία της οργής είναι να εξαφανίσει οτιδήποτε εμποδίζει την ικανοποίηση του ατόμου ή του προκαλεί ματαίωση, την οποία ονομάζουμε ‘ναρκισσιστική οργή’. Συνεπώς, η οργή είναι παρούσα ήδη από την πρώιμη βρεφική ηλικία ως αντίδραση στις ματαιώσεις που δέχεται το βρέφος από την μητέρα.
Σήμερα γνωρίζουμε ότι εάν το βρέφος έχει μεγαλώσει σε ένα αρκετά καλό και ασφαλές περιβάλλον έχοντας μία αρκετά καλή μητέρα που κατάφερε να ανταποκριθεί στις ανάγκες του σε ικανοποιητικό βαθμό, τότε μπορεί και συγχωρεί ελαττώματά τόσο στην ίδια όσο και μεταγενέστερα σε άλλους ανθρώπους. Το παιδί που μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον ασφάλειας και αγάπης μπορεί αργότερα να αντιλαμβάνεται την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης η οποία έχει τόσο θετικά όσο και αρνητικά στοιχεία. Αποκτά μία αίσθηση ασφάλειας και έχει την ικανότητα να μεταβολίζει ψυχικά τον θυμό και την οργή του χωρίς να τα εκδραματίζει.
Αντιθέτως, ένας άνθρωπος ο οποίος μεγάλωσε σε ένα μη ασφαλές περιβάλλον, με μία μη διαθέσιμη ή κακοποιητική μητέρα έχει λιγοστό εσωτερικό χώρο για τις ματαιώσεις της ζωής. Αδυνατεί να συνενώσει μέσα του τις θετικές και αρνητικές εμπειρίες τις οποίες κρατάει χώρια, προκειμένου να προστατεύσει τις θετικές από τις αρνητικές. Λόγω των δυσκολιών που έχει το άτομο αυτό να αντέξει την ψυχική του πραγματικότητα, τείνει να την προβάλει στους άλλους, τους οποίους ασυνείδητα διχοτομεί σε καλούς και κακούς. Οι ‘καλοί’ θα πρέπει να διατηρηθούν και οι ‘κακοί΄ να εξαλειφθούν καθώς αποτελούν κίνδυνο για την ψυχική επιβίωση του ατόμου. Έτσι λοιπόν, οι άνθρωποι αυτοί αδυνατούν να συνθέσουν τα συναισθήματα αγάπης και μίσους, η σύνθεση των οποίων αποτελεί ορόσημο ψυχικής ανάπτυξης καθώς συνεπάγεται την ικανότητα διαχείρισης αμφιθυμικών συναισθημάτων.
Λόγω της ψυχικής τους ευαλωτότητας, οι δράστες παρορμητικών πράξεων βίας παρουσιάζουν χαμηλή ανοχή στη ματαίωση, η οποία σε συνδυασμό με την χαμηλή ικανότητα ελέγχου παρορμήσεων και την απουσία ύπαρξης μετουσιωτικών διαύλων οδηγούν στην εκδήλωση της πράξης βίας. Εν αντιθέσει, οι ψυχικά ανθεκτικοί άνθρωποι παρουσιάζουν ικανοποιητικό έλεγχο παρορμήσεων και σπανίως οδηγούνται σε παρορμητικές πράξεις βίας.
Η παρορμητική βία έχει ως στόχο το να προστατεύσει τον κατακερματισμένο ψυχολογικο εαυτό του ατόμου επαναφέροντας τον σε ένα στάδιο ψυχολογικής ομοιόστασης. Η ομοιόσταση αυτή είναι σαφώς προσωρινή μέχρι το άτομο να νιώσει ξανά απειλή, η οποία πυροδοτεί εκ νέου έναν φαύλο κύκλο βίαιης συμπεριφοράς προσπαθώντας έτσι μάταια να εξαλείψει εξωτερικά μία εσωτερική απειλή.