Η αγριότητα ενός εγκλήματος, τις περισσότερες των περιστάσεων, αντανακλάται στις αντιδράσεις της κοινής γνώμης. Η τραγική δολοφονία της Caroline, από τον σύζυγό της, δεν αποτελεί εξαίρεση. Η βαναυσότητα, η αναλγησία, η ψυχοπαθητικού τύπου εξαπάτηση και χειραγώγηση και κυρίως ο σαδισμός συνάμα με την έλλειψη τύψεων και ενοχών του δράστη σόκαραν όλους μας. Οι περισσότεροι νιώσαμε οργή και μίσος για τον δράστη, λύπη για το θύμα και προβληματισμό για τις ψυχολογικές επιπτώσεις που μπορεί να έχει μετέπειτα η πράξη αυτή στον ψυχισμό αυτού του βρέφους. Οι συναισθηματικές αντιδράσεις αυτές, μας δείχνουν τις επιπτώσεις που έχει στην ψυχή του ανθρώπου μία τέτοια πρωτόγονη και βάρβαρη πράξη όπως ο φόνος.
Γράφοντας ως ψυχοθεραπευτής για το έγκλημα αυτό, αντιμετωπίζω μία σημαντική δυσκολία. Κατά την διάρκεια της μακράς ψυχοθεραπευτικής εκπαίδευσης οι θεραπευτές διδασκόμαστε να μην εκφέρουμε ηθικές κρίσεις για τους ασθενείς μας. Αυτό βέβαια, καθίσταται αρκετά δύσκολο όταν κανείς εργάζεται με ανθρώπους που έχουν διαπράξει ειδεχθή εγκλήματα ή σκέπτεται για αυτά. Στον αντίποδα, οι συναισθηματικές αντιδράσεις ενός ανθρώπου, στον βαθμό που έχει την δυνατότητα να διαχωρίσει μέσα του τι ανήκει στον εαυτό του και τι ανήκει στον άλλο, αποτελούν την ‘βασιλική οδό’ κατανόησης του ψυχισμού τόσο του δικού μας, όσο και του άλλου.
Θα προσπαθήσω, λοιπόν, να αποκοπώ από κάθε ανάγκη έκφρασης ηθικής κρίσης και θα επιχειρήσω να παραθέσω ορισμένες σκέψεις αναφορικά με την δολοφονία της Caroline μέσα από μία καθαρά κλινική σκοπιά. Δεν έχω επαρκείς πληροφορίες για μία σε βάθος ανάλυση, ωστόσο ο σκοπός μου είναι να αναφερθώ σε ορισμένα γενικά χαρακτηριστικά των δραστών που διαπράττουν εγκλήματα μίσους/φθόνου και οι οποίοι παρουσιάζουν ψυχοπαθητικά χαρακτηριστικά.
Βασικό χαρακτηριστικό των εγκλημάτων μίσους/φθόνου είναι ότι πολλές φορές διαπράττονται στα πλαίσια μίας στενής διαπροσωπικής σχέσης. Ομοιάζουν σε κάποιο βαθμό με τα εγκλήματα που διαπράττονται εν βρασμώ ψυχικής ορμής, καθώς ο θύτης δρα κάτω από την επίδραση μιας πολυ ισχυρής συναισθηματικής παρόρμησης η οποία κυριεύει τον ψυχισμό του και μετατρέπεται σε εμμονή. Εν αντιθέσει, στα προσχεδιασμένα εγκλήματα που διαπράττονται από ψυχοπαθητικες προσωπικότητες απουσιάζει το έντονο συνειδητό συναισθηματικό βίωμα και δεν υπάρχουν συνήθως εμμονικές σκέψεις. Υπάρχει, ωστόσο, και μια κατηγορία εγκλημάτων τα οποία διαπράττονται κάτω από την επήρεια έντονων ψυχικών συγκινήσεων από δράστες που όμως παρουσιάζουν ορισμένα ψυχοπαθητικά χαρακτηριστικά και η οποία βρίσκεται κάπου στην μέση μεταξύ των προσχεδιασμένων και των παρορμητικών εγκλημάτων. Στην κατηγορία αυτή, κατά την άποψη μου, φαίνεται να υπάγεται και η συγκεκριμένη εγκληματική πράξη η οποία δείχνει να αφορά έγκλημα μίσους, με κακοήθη σχεδιασμό τόσο εκ πρότινος όσο και εκ των υστέρων (εκτός αν αποδειχθεί ότι υπήρχε κάποια ασφάλεια ζωής όπου ο δράστης αποσκοπούσε στο να λάβει αποζημίωση).
Ποια όμως τα βασικά χαρακτηριστικά προσωπικότητας των δραστών που διαπράττουν εγκλήματα μίσους και ειδικά τέτοιου βεληνεκούς;
Σε αρκετές περιπτώσεις οι δράστες των εγκλημάτων παρουσιάζουν ορισμένα ψυχοπαθητικά χαρακτηριστικά. Η ψυχοπάθεια αποτελεί μία σοβαρή παρεκκλίνουσα διαταραχή της προσωπικότητας που χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων, από την αδυναμία του ατόμου να βιώσει ενσυναίσθηση και ενοχή. H ενσυναίσθηση είναι μία θεμελιώδης κατάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης η οποία μας επιτρέπει να βιώσουμε τον πόνο και την οδύνη ενός άλλου ανθρώπου έχοντας ως αφετηρία το δικό μας υποκειμενικό βίωμα. Η ανικανότητα για ενσυναίσθησης συνδέεται στενά με την μερική ή πλήρη απουσία ενοχής. Η ενοχή έχει να κάνει με έναν εσωτερικό κριτή ο οποίος μας ‘τιμωρεί’ όταν κάνουμε κάτι που βλάπτει ή μπορεί δυνητικά να βλάψει έναν άνθρωπο. Φυσικά σε έναν (ψυχικό) κόσμο όπου απουσιάζει η ενσυναίσθηση και η ενοχή όλα επιτρέπονται.
Η ψυχοπαθητική προσωπικότητα συνδέεται με τους άλλους μόνον με όρους δύναμης, ελέγχου και υπεροχής. Η προσωπικότητα των δραστών χαρακτηρίζεται από έντονα σαδιστικά και ναρκισσιστικά στοιχεία. Ο σαδισμός είναι το αίσθημα της ευχαρίστησης που νιώθει κάποιος μέσα από τον πόνο, την ταπείνωση και το εξευτελισμό της ύπαρξης ενός άλλου ανθρώπου. Ο σαδισμός, έχει να κάνει με την ανάγκη του θύτη να θέσει το θύμα κάτω από τον απόλυτο έλεγχο του. Λόγου του έντονου ναρκισσισμού και σαδισμού τους, οι δράστες αυτοί βιώνουν τους άλλους ως υποχείρια τους, ως εργαλεία ικανοποίησης των δικών τους αναγκών. Γοητεύονται από τον πόνο και την οδύνη του θύματος, ο οποίος τροφοδοτεί τον κακοήθη ναρκισσισμό τους. Η άσκηση απόλυτης κυριαρχίας στα θύματα τους τροφοδοτεί τον ναρκισσισμό τους, ενώ η απελπισία και ανημποριά του θύματος τρέφουν την παντοδυναμία του θύτη και έτσι αισθάνεται ένα αίσθημα ναρκισσιστικής υπεροχής μέσα θέτοντας την ζωή ενός άλλου πλάσματος υπό απόλυτο έλεγχο.
Από τα στοιχεία που υπάρχουν μέχρι τώρα, αν και αυτό είναι κάτι που θα το αξιολογήσουν οι κλινικοί που θα τον εξετάσουν, φαίνεται ότι αυτό που κατά πάσα πιθανότητα ενεργοποίησε τον δολοφονικό νου του δράστη ήταν η επιθυμία του θύματος να φύγει από αυτή την σαδομαζοχιστική σχέση. Από τις σύντομες περιγραφές που υπάρχουν, φαίνεται ότι ο θύτης είχε ιδιαίτερα αυταρχική συμπεριφορά και καταπίεζε το θύμα σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του. Όταν το θύμα αποφάσισε ότι ήθελε να απεμπλακεί από αυτή την σαδιστική καταπίεση, τότε δολοφονήθηκε. Αυτό μας θυμίζει ένα παρόμοιο έγκλημα το οποίο συντάραξε την κοινή γνώμη, την δολοφονία της Τζούλι Σκάλι από τον Γιώργο Σκιαδόπουλο το 1999. Αυτό που είναι κοινό στα δύο εγκλήματα είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις οι δράστες σκότωσαν τα θύματά τους όταν αυτά προσπάθησαν να απεμπλακούν από την τυραννική σχέση.
Για την σαδιστική προσωπικότητα, ο άλλος δεν μπορεί να υπάρξει ως αυτοτελή και ανεξάρτητη οντότητα, παρά μόνον ως προέκταση του εαυτού του ατόμου. Ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό των δραστών αυτών είναι είναι η ανασφάλεια, σε συνδυασμό με την πολύ χαμηλή αυτοπεποίθηση και τα έντονα συμπλέγματα κατωτερότητας. Οι άντρες αυτοί παρουσιάζουν μία κατακερματισμένη αίσθηση του εαυτού τους. Εν ολίγοις, βαθιά μέσα τους πιστεύουν ότι δεν αξίζουν απολύτως τίποτε.
Εξωτερικά, πολλές φορές παρουσιάζουν μία εντελώς διαφορετική εικόνα: μία εικόνα ψεύτο-αυτοπεποίθησης, ψεύτο-σιγουριάς και ψεύτο – ασφάλειας. Είναι συνήθως δύσκολο για μία γυναίκα να κοιτάξει πίσω από αυτόν τον ναρκισσιστικό μανδύα, κάτω από τον οποίο όμως βρίσκεται ένα έντονο αίσθημα αναξιότητας το οποίο και προσπαθεί ο άντρας να καμουφλάρει.
Η εσωτερική τους ανασφάλεια, κατωτερότητα και έλλειψη αυτοπεποίθησης συνδέεται με ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό των αντρών αυτών που εμείς ονομάζουμε «ναρκισσιστική ευαλωτότητα». Ένα ναρκισσιστικά ευάλωτο άτομο νιώθει συνέχεια απειλή, ταπείνωση και φόβο. Η πράξη βίας στις περιπτώσεις αυτές είναι μία προσπάθεια του δράστη να εξαλείψει κάθε είδους απειλή και έτσι να επιφέρει ένα είδος ψυχολογικής ομοιόστασης.
Οι δράστες είναι βαθύτατα εξαρτημένοι από τις συντρόφους τους. Εδώ, η σωματική, σεξουαλική ή συναισθηματική βία είναι πρωτίστως μία πράξη ελέγχου, όπου ο κακοποιητικός άντρας προσπαθεί να ελέγξει τον φόβο και τα συναισθήματα εξάρτησης του μέσα από τον έλεγχο των άλλων ο οποίος επιτυγχάνεται μέσα από πράξεις βίας. Είναι επίσης ένας είδος θριάμβου απέναντι στα συναισθήματα εξάρτησης απέναντί στους άλλους.
Η εξάρτηση αυτή γεννά μέσα τους μία έντονη δυσφορία καθώς φοβούνται ότι η σύντροφός τους μπορεί να ανεξαρτητοποιηθεί και να τους εγκαταλείψει. Οποιοσδήποτε έχει εργαστεί με άτομα που έχουν διαπράξει φόνο, γνωρίζει ότι υπάρχει μία στενή σχέση μεταξύ θύτη και θύματος.