Αναφορικά με τις πολύ πρόσφατες δολοφονίες γυναικών στην Ελλάδα, θα επιχειρήσω να παρουσιάσω σύντομα ορισμένες σκέψεις αναφορικά με το ζήτημα. Παραθέτω επίσης ένα σχετικό κείμενο που είχα γράψει καθώς και ένα podcast. Τόσο στο κείμενο, όσο και στο podcast, πραγματεύομαι το ιδιαίτερα περίπλοκο και πολυπαραγοντικό φαινόμενο της γυναικοκτονίας, κυρίως μέσα από την ψυχαναλυτική σκοπιά.
Αποτελεί προσωπική μου πεποίθηση ότι στον παρανομαστή της δολοφονίας της γυναίκας-συντρόφου βρίσκεται η παθολογική ζήλια, η οποία αναπτυξιακά έχει τις ρίζες της στην δυσκολία του παιδιού να περάσει επιτυχώς το στάδιο του αποχωρισμού μέσα από την σχέση του με την μητέρα (παρακαλώ βρείτε περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το στάδιο αυτό στο παρακάτω podcast και το κείμενο που θα δείτε στα σχόλια ). Η αναπτυξιακή αυτή αποτυχία σε συνδυασμό με ορμονικές (π.χ. τεστοστερόνη) και άλλες νευροανατομικές διαφορές μεταξύ των δυο φύλων, οι οποίες καθιστούν τους άντρες περισσότερο παρορμητικούς, ενδέχεται να αυξάνουν το ρίσκο για την διάπραξη ενός τέτοιου εγκλήματος.
Πιστεύω επίσης, ότι οι εξαιρετικά σημαντικές κοινωνικές αλλαγές που σημειώθηκαν από το 1960 και μετά – κυρίως το χάπι αντισύλληψης και η απελευθέρωση της γυναίκας από το «Kinder, Kirche, Küche»(παιδιά, εκκλησία, κουζίνα) ενεργοποίησαν, σε ορισμένους άντρες, ένα αρχετυπικό και πρωτόγονο είδος φθόνου προς τις γυναικές, τον “φθόνο της μήτρας”: το μίσος δηλαδή που κατευθύνεται προς την ικανότητα της γυναίκας να φέρει μέσα στο σώμα της ζωή.
Η σεξουαλική απελευθέρωση και η τροποποίηση κοινωνικών κανόνων που περιόριζαν τις γυναίκες από το 1960 και μετά – αναμφίβολα μια πολύ θετική εξέλιξη – φαίνεται ότι δυστυχώς οδήγησε σε ένα είδος «αντεπίθεσης», από μια συγκεκριμένη μερίδα ευάλωτων, και παθολογικά οργισμένων ανδρών, με την μορφή εγκλημάτων εναντίον γυναικών, τις δεν μπορούσαν πλέον να ελέγξουν ως σεξουαλικά αντικείμενα.
H κατά συρροή σεξουαλική ανθρωποκτονία, επί παραδείγματι, η οποία αποτελεί την πιο κοινή και ακραία μορφή κατά συρροή φόνου – και η οποία διαπράττεται κατεξοχήν από άνδρες- σημείωσε τρομερή αύξηση από το 1960 έως το 1990, μερικώς ως αποτέλεσμα της αναμφίβολα θετικής, κατά τα αλλά, σεξουαλικής απελευθέρωσης. Το γεγονός ότι σχεδόν όλα τα εγκλήματα τέτοιου είδους διαπράττονται από άντρες, ενδεχομένως έχει να κάνει με τις βιολογικές διάφορες των δυο φύλων, ή/και με κοινωνικούς παράγοντες. Αυτό, ωστόσο, είναι ζήτημα που χρήζει συστηματικής έρευνας από την επιστήμη.
Πέραν της ακαδημαϊκής και επιστημονικής έρευνας, θα πρέπει τα κοινωνικά αντανακλαστικά μας να είναι επαρκώς ενεργοποιημένα σε τέτοια φαινόμενα. Δυστυχώς, έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε προς αυτήν την κατεύθυνση.
Υπάρχει μια μεταφορά που χρησιμοποιούνταν από φιλοσόφους κυρίως τον 19ο αιώνα και η οποία περιγράφει τον κοινωνικό μας λήθαργο σε ζητήματα τέτοια: αν κανείς ρίξει έναν βάτραχο μέσα σε νερό που βράζει ο βάτραχος θα πηδήξει αμέσως έξω προσπαθώντας να γλιτώσει. Αν, όμως ο βάτραχος είναι μέσα στο νερό και αυτό βράζει σταδιακά, δεν θα μπορέσει να βγει έξω καθώς δεν αντιλαμβάνεται την σταδιακή αύξηση της θερμότητας και θα πεθάνει εκεί.
Η προσωπική μου υπόθεση είναι ότι το «νερό αρχίζει να θερμαίνεται» από το 1960 και σε λίγο θα αρχίζει να «βράζει», όσο ο πολιτισμός μας απογυμνώνεται από την ανθρωπιά, τις ηθικές αρχές και γίνεται ολοένα και περισσότερο εγωκεντρικός, μετακινούμενος προς την εποχή του «νέου ναρκισσισμού».
Ας ελπίσουμε ότι θα μεταβούμε προοδευτικά από την κοινωνία του «εγώ», στην κοινωνία του «εμείς»: μια κοινωνία όπου ο άνθρωπος θα βιώνει τον εαυτό του ως ένα μικρό – αν και αναπόσπαστο- τμήμα του συνόλου, μέσα στο οποίο υπάρχει και εκτός του οποίου δεν μπορεί να σταθεί και ούτε να επιβιώσει ψυχικά και κοινωνικά. Διότι, όπως σωστά έγραψε ο Αριστοτέλης, ο άνθρωπος δεν έχει ούτε τις απαραίτητες θεϊκές ιδιότητες, ούτε βρίσκεται πλέον στο ζωικό βασίλειο να κυβερνάται μόνο απο τις ενορμήσεις του ώστε να ζει μόνος, αποκομμένος και μη συνδεδεμένος με τους άλλους.