Πριν από κάποια χρόνια εργαζόμουν σε μία δομή ψυχικής υγείας στην Αγγλία. Η δομή αυτή φιλοξενούσε κατά βάση ‘δύσκολους’ ασθενείς με πολλές και σύνθετες ανάγκες, αρκετοί εκ των οποίων είχαν έντονα επιθετική συμπεριφορά, η οποία κατευθυνόταν είτε προς τον εαυτό τους, είτε προς τους άλλους. Μία ημέρα δεχτήκαμε μία νέα παραπομπή (οι παραπομπές αυτές ήταν συνήθως από ψυχιατρικά νοσοκομεία του Εθνικού Συστήματος Υγείας της Βρετανίας), μία νέα γυναίκα 19 ετών η οποία πάλευε χρόνια με την κατάθλιψη. Η νεαρή αυτή κοπέλα, την οποία θα ονομάσω Scarlett (σαφώς δεν πρόκειται για το πραγματικό της όνομα) είχε προσπαθήσει πολλές φορές στο παρελθόν να τερματίσει την ζωή της. Οι δύο από τις τρεις απόπειρες συνέβησαν μέσα σε σχετικά ασφαλή πλαίσια, σε ψυχιατρικά νοσοκομεία, και η τελευταία στην δική μας δομή.
Η Scarlett ήταν πλήρως απογυμνωμένη από κάθε συναίσθημα αγάπης προς την ζωή. Το εξαιρετικά χλωμό της πρόσωπο, το χαμένο της βλέμμα και η εκτομορφική της σιλουέτα γεννούσαν αναμφίβολα στον παρατηρητή ένα αίσθημα θανάτου. Άλλοτε, αυτό το συναίσθημα εκδηλωνόταν ως τρόμος (ότι η ασθενής θα βλάψει τον εαυτό της), και άλλοτε ως μία σφοδρή παρόρμηση να την σώσουμε από την επικείμενη καταστροφή. Η κλινική εργασία με ανθρώπους που επιθυμούν να τερματίσουν την ζωή τους είναι πολύ δύσκολη και γεννάει στον θεραπευτή μία πληθώρα συναισθημάτων, τα οποία κυμαίνονται από τον φόβο και την απελπισία, μέχρι την παντοδυναμία, ότι μόνο αυτός μπορεί να σώσει τον ασθενή. Τα συναισθήματα αυτά, τις περισσότερες φορές, είναι ένα είδος αντανάκλασης των συναισθημάτων που νιώθει ο ασθενής.
Ο εσωτερικός κόσμος της Scarlett αντανακλούσε θάνατο. Μιλούσε ελάχιστα τόσο στους θεραπευτές, όσο και στους υπόλοιπους ασθενείς της δομής. Δεν μπορούσε να συνδεθεί ούτε με τον εαυτό της, αλλά ούτε με κανέναν άλλον. Της ήταν αδύνατον να αναγνωρίσει συναισθηματικές καταστάσεις στον εαυτό της και σε άλλους. Ήταν σαν ζωντανή – νεκρή. Υπήρχε κάτι το απονεκρωμένο μέσα της το οποίο δύσκολα μπορούσε κανείς να αγγίξει. Ακόμη και το παραμικρό σημάδι ελπίδας γρήγορα επισκιάζονταν από τον μανδύα του θανάτου και έτσι παλεύαμε να κρατήσουμε την ελπίδα ζωντανή, εκ μέρους της Scarlett
Η εσωτερική της ερημιά ήταν απόρροια της σχέσης της, ή για να το πω ακριβέστερα της απουσίας σχέσης με μία ‘νεκρή μητέρα’. Η μητέρα της, η οποία πάλευε και η ίδια χρόνια με την κατάθλιψη, δεν ήταν ποτέ συναισθηματικά εκεί για την Scarlett. Ήταν πλήρως αποσυνδεμένη και συναισθηματικά αποκομμένη από την ίδια, όπως το ίδιο αποσυνδεμένη και συναισθηματικά αποκομμένη ήταν και η Scarlett από όλους εμάς και κυρίως από τον εαυτό της. Αυτή η ψυχική ερημιά ήταν η μόνη πραγματικότητα την οποία γνώριζε και όσο οξύμωρο και παράδοξο κι αν ακούγεται, ήταν και η μόνη πραγματικότητα που την έκανε να νιώθει κάπως οικεία.
H μητρική κατάθλιψη είναι δυσβάσταχτη για ένα παιδί. Σε αυτήν την περίπτωση η μητέρα δεν αποτελεί πηγή ζωής και φροντίδας αλλά μετατρέπεται βίαια σε μία μορφή απόμακρη και ημιάψυχη. Η κατάθλιψη της μητέρας βιώνεται από το παιδί ως η απόλυτη καταστροφή καθώς το παιδί αισθάνεται ότι η αγάπη της μητέρας χάθηκε ξαφνικά χωρίς καμία προειδοποίηση. Για να μπορέσει να επιβιώσει το παιδί αρχίζει να αποεπενδύει από την νεκρή μητέρα ενώ παράλληλα ταυτίζεται με αυτήν: το παιδί γίνεται η νεκρή μητέρα. Όπως εύστοχα έγραψε και ένας από τους σημαντικότερους ψυχαναλυτές, ο Winnicott, «Τα παιδιά με καταθλιπτικές μητέρες επωμίζονται ένα καθήκον που δεν μπορεί ποτέ να εκπληρωθεί: να αντιμετωπίσουν την διάθεση της μητέρας τους».
H Scarlett, όμως, δεν είχε να αντιμετωπίσει μόνον την καταθλιπτική διάθεση της μητέρας της. Η τραγωδία της ζωής της είχε ως πρωταγωνιστή και έναν σαδιστικά κακοποιητικό πατέρα, ο οποίος, μεταξύ άλλων, την κακοποιούσε και σεξουαλικά. Η μητέρα της ποτέ δεν προσπάθησε να την προστατεύσει από τις σαδιστικές επιθέσεις του πατέρας της, μέχρι την κατάρρευση και κατ’εξακολούθηση νοσηλεία της σε διάφορα ψυχιατρικά ιδρύματα της χώρας.
Γνωρίζουμε ότι στα πρώτα χρόνια της ζωής του ένα παιδί εσωτερικεύει τους γονείς του καθώς και την μεταξύ τους σχέση. Αυτά τα εσωτερικευμένα είδωλα των σημαντικών άλλων αποτελούν τα θεμέλια της ψυχικής πραγματικότητας ενός ανθρώπου, αλλά και το καλούπι, πάνω στο οποίο θα χτιστούν όλες οι μετέπειτα σχέσεις. Η ψυχική πραγματικότητα της Scarlett χαρακτηρίζονταν από συναισθηματική ερημιά και απονέκρωση (αποτέλεσμα μιας πολύ πρώιμης ταύτισης με την ‘νεκρή της μητέρα’, αλλά και από μισός και οργή τα οποία κατευθύνονταν προς τον ίδιο της τον εαυτό και εκδηλώνονταν με αυτοτραυματισμούς και απόπειρες αυτοκτονίας – αποτέλεσμα της ταύτισης με τον σαδιστή πατέρα).
Η τελευταία απόπειρα αυτοκτονίας συνέβη περίπου έναν μήνα από την άφιξη στην δομή που εργαζόμουν. Η Scarlett, κλειδωμένη στο δωμάτιο της, επιχείρησε να αυτοκτονήσει καταπίνοντας έναν πολύ μεγάλο αριθμό αναλγητικών χαπιών. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο είχε αποπειραθεί να τερματίσει την ζωή της και τις προηγούμενες δύο φορές. Αυτό που διεξήχθη διαφορετικά, ωστόσο, και αυτό που μας έδωσε όλους μία στάλα ελπίδας μέσα στο χάος, τον τρόμο και την φρίκη του θανάτου, ήταν ότι αμέσως μετά την κατάποση των χαπιών η Scarlett, εμφανώς τρομαγμένη, ειδοποίησε μια συνάδελφο που βρίσκονταν εκεί για το τι έκανε και έτσι μεταφέρθηκε εσπευσμένα και εγκαίρως στο νοσοκομείο. Φάνηκε, ότι ένα κομμάτι της ήθελε να ζήσει καθώς ήταν η πρώτη φορά που προειδοποίησε για την απόπειρα αυτοκτονίας. Δικό μας χρέος ήταν να γαντζωθούμε από αυτό το μικρό κομμάτι θέλησης για ζωή και να προσπαθήσουμε να το ισχυροποιήσουμε.
Όταν η Scarlett συνήλθε, μπόρεσε μετά από κάποιο διάστημα να μιλήσει για την επιθυμία της να τερματίσει την ζωή της. Πριν από κάθε απόπειρα αυτοκτονίας άκουγε μία φωνή μέσα της, ένα είδος εσωτερικής κατακραυγής, που την κακοποιούσε λεκτικά και με μανία: «Δεν έχεις θέση εδώ. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτε. Φταις για όλα και πρέπει να φύγεις» (είναι μερικές μόνον από τις εκφράσεις που μετέφερε). Οι φωνές αυτές δεν έρχονταν από έξω, (όπως συμβαίνει σε ψυχωτικούς ασθενείς), αλλά αποτελούσαν τον αντίλαλο της ψυχικής της πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας γεμάτης μίσος για τον εαυτό της και θάνατο.
Ο Freud έβλεπε την αυτοκτονία ως μία σαδιστική πράξη που εμπεριέχει επιθετικότητα προς ένα άλλο άτομο. Αυτό που νομίζω ότι ήθελε να σκοτώσει η Scarlett, σκοτώνοντας παράλληλα τον εαυτό της, ήταν αυτά τα εσωτερικευμένα είδωλα των γονιών της: μιας νεκρής μητέρας και ενός σεξουαλικά κακοποιητικού πατέρα.
Παρότι βρίσκω σημαντική δόση αλήθειας στην άποψη του Freud, πιστεύω ότι η σημαντικότερη αιτία αυτοκτονίας είναι η αδυναμία επεξεργασίας της θλίψης και του ψυχικού άλγους. Όσο οξύμωρο και αντιφατικό κι αν ακούγεται, ένα άτομο με βαριά κατάθλιψη αδυνατεί να νιώσει θλίψη και δεν μπορεί να πενθήσει. Το πένθος είναι μια επώδυνη ψυχική διεργασία, αλλά σημαντικό ορόσημο ψυχικής ανάπτυξης και ωρίμανσης. Η ψυχική επεξεργασία της απώλειας και του πένθους συγκροτούν την προσωπικότητα ενός ανθρώπου και τον ευαισθητοποιούν απέναντι στη ζωή.
Η επεξεργασία του πένθους δεν είναι εύκολη. Απαιτεί πολύ χρόνο, προσπάθεια και πόνο. Μόνον όμως μέσα από την σταδιακή και αργή επεξεργασία του πένθους μπορεί να έλθει η ψυχική αλλαγή και συγκρότηση. Η θλίψη βαθαίνει τα συναισθήματα και μας συνδέει με τους άλλους με έναν τρόπο που δεν συμβαίνει με κανένα άλλο συναίσθημα.
Το ευτύχημα στην ιστορία της Scarlett ήταν ότι μετά την τελευταία απόπειρα αυτοκτονίας της άρχισε να συνδέεται περισσότερο τόσο μαζί μας όσο και με τους υπόλοιπους ασθενείς της δομής. Κυρίως, όμως, αργά και σταδιακά άρχισε να συνδέεται με τον εαυτό της. Kατάφερε να βρει μία μικρή όαση μέσα σε αυτήν αχανή ψυχική ερημιά που βρίσκονταν μέσα της.
Oι επιβιώσαντες από ένα εξωτερικό τραυματικό συμβάν αποτελούν ένα είδος ζωντανών- νεκρών. Είναι οι Δον Κιχώτες της ζωής, που προσπαθούν, όπως γράφει Καρυωτάκης στο ομώνυμο ποιημά του, “την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο”, χαμένοι μέσα σε μία σκοτεινή άβυσσο ψυχικής απομόνωσης. Καμιά φορά, όμως, ίσως μία μικρή ‘όαση ζωής’ να είναι αρκετή να τους κρατήσει στην πλευρά της ζωής. Ίσως, να έχουνε ανάγκη να φωτίσει ο ήλιος την ανοιχτή πληγή τους με την ελπίδα ότι θα πάψει να αιμορραγεί….