Η πρώτη μέρα ενός έτους αποτελεί εφαλτήριο αλλαγών, οραμάτων και νέων στόχων. Αυτό συμβαίνει, εν μέρει , λόγω της παντοδυναμίας που ασυνείδητα αποδίδεται στον πανδαμάτορα χρόνο και έτσι καλλιεργείται η ελπίς ότι τα πράγματα θα αλλάξουν διά μαγείας. Το πρόβλημα με αυτή την πεποίθηση, ή οποία είναι άλλοτε περισσότερο και άλλο λιγότερο συνειδητή, είναι ότι αποτρέπει το άτομο να προσπαθήσει ενεργά προκειμένου να αλλάξει. Στην πραγματικότητα, κανένας παράγοντας έξω από τον εαυτό δε μπορεί να επιφέρει την οποιαδήποτε αλλαγή, συμπεριλαμβανομένου φυσικά και του χρόνου. Με το παρόν κείμενο θα ήθελα να παραθέσω ορισμένες σκέψεις σχετικά με το τι σημαίνει να μπορεί κανείς να αλλάξει, τι συνιστά μία αλλαγή και το πως μπορεί ένας άνθρωπος να αλλάξει.
Πριν όμως αποπειραθώ να απαντήσω στα παραπάνω πολύπλοκα και δύσκολα ερωτήματα, χρειάζεται να απαντηθεί ένα πολύ πιο σύνθετο ερώτημα: μπορεί να αλλάξει ένας άνθρωπος;
Η σύντομη απάντηση στο ερώτημα αυτό, η οποία αποτελεί συνάμα προσωπική μου πεποίθηση είναι πως ναι. Οφείλουμε, ωστόσο, να προσεγγίσουμε το ζήτημα της αλλαγής με ρεαλισμό, σύνεση και κυρίως με ειλικρίνεια, ξεκινώντας από μία βασική αρχή εν είδει αφορισμού: η αλλαγή είναι μία εξαιρετικά επώδυνη και δύσκολη διαδικασία. Η προσωπικότητα ενός ανθρώπου είναι ιδιαίτερα πολυδιάστατη. Υπάρχουν πράγματα σε αυτήν που αλλάζουν ευκολότερα, κάποια που δεν αλλάζουν και πολλά που αλλάζουν με πολύ μεγάλη προσπάθεια.
Στον παρανομαστή κάθε αλλαγής, ή για να το θέσω διαφορετικά, κάθε απόπειρας για αλλαγή (διότι είναι απολύτως φυσιολογικό να αποτυγχάνουν οι αρχικές προσπάθειες για αλλαγή) πρέπει να βρίσκεται η θέληση για αλλαγή. Δυστυχώς, το ότι είναι κάποιος σε μία εξαιρετικά δυσμενή συνθήκη ή βιώνει μία ανυπόφορη πραγματικότητα δεν αρκεί για να τον κινητοποιήσει να προσπαθήσει να αλλάξει. Στην πραγματικότητα οι καταστάσεις αυτές δημιουργούν, αυτό που ονομάζουμε ‘δευτερογενές όφελος’: χρησιμοποιούνται δηλαδή από το άτομο προκειμένου να αποφύγει τις ευθύνες της ζωής και κυρίως την ευθύνη του εαυτού του. Αυτό συμβαίνει, όσο οξύμωρο και παράδοξο κι αν ακούγεται, διότι το να αντικρύσει κανείς την συναισθηματική του πραγματικότητα και να δει τον εαυτό του ως ηνίοχο της ύπαρξης του γεννά τρομερό και ανυπόφορο άγχος: πολύ περισσότερο άγχος από την οποιαδήποτε επώδυνη κατάσταση στην οποία μπορεί να βρίσκεται. Για αυτό και οι περισσότεροι άνθρωποι φοβούνται την αλλαγή, διότι η αλλαγή σημαίνει ανάληψη ευθύνης για την ζωή ενός ανθρώπου και αυτό είναι εξαιρετικά τρομακτικό.
Τι σημαίνει όμως να μπορεί να αλλάξει ένας άνθρωπος;
Αυτό είναι επίσης ένα πολύπλοκο ερώτημα αλλά αν θα ρίσκαρα μία σύντομη απάντηση θα έλεγα ότι το να αλλάξει κανείς, σημαίνει να σταματήσει να επαναλαμβάνει καταστροφικές συμπεριφορές και να αποκτήσει μεγαλύτερο έλεγχο της ζωής του. Με απλά λόγια να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του.
Ο Freud δημιούργησε ένα ναρκισσιστικό πλήγμα στον άνθρωπο όταν ισχυρίστηκε ότι οι άνθρωποι δεν είμαστε τόσο ελεύθεροι όσο πιστεύουμε ότι είμαστε. Για την ψυχανάλυση η ανθρώπινη συμπεριφορά καθορίζεται από ασυνείδητα κίνητρα και συγκρούσεις οι οποίες όμως λαμβάνουν χώρα στο ασυνείδητο ενός ανθρώπου και συνεπώς δεν μπορεί να έχει άμεση συνειδητή επίγνωση αυτών. Αυτό, ευλόγως ενόχλησε τους ανθρώπους και για αυτό η ψυχανάλυση είχε παραδοσιακά τόσους πολέμιους.
Το να αλλάξει, συνεπώς, κανείς, σημαίνει να αποκτήσει περισσότερο έλεγχο στη ζωή του, δηλαδή στο ασυνείδητό του. Να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του. Όπως ισχυριζόταν ο Σωκράτης, ο ανεξέταστος βίος δεν είναι βιωτός από τον άνθρωπο: για να μπορέσει κανείς να ζήσει μία ποιοτική και αυθεντική ζωή, θα πρέπει να μπορέσει να κατανοήσει τον εαυτό του. Η κατανόηση του εαυτού, ωστόσο, είναι άλλη μία άλλη εξαιρετικά απαιτητική διεργασία. Το να κατανοήσει κανείς τον εαυτό του, προϋποθέτει το να έρθει σε επαφή με επώδυνα συναισθήματα, άβολες αλήθειες και κυρίως τον εσωτερικό τους κόσμο που τόσο επιδέξια προσπαθούν να αποφύγουν. Αυτό το περιέγραψε πολύ καλύτερα από μένα ένας από τους σημαντικότερους ψυχιάτρους που υπήρξαν ποτέ, ο R D Laing, ο οποίος έγραψε: «Υπάρχουν τρία πράγματα που φοβούνται οι άνθρωποι: τον θάνατο, του άλλους ανθρώπους και τον δικό τους νου».
Πώς όμως αλλάζει κανείς;
Η ψυχανάλυση μας βοήθησε να καταλάβουμε ότι πολλές από τις δυσκολίες και τα συναισθήματα αυτά έχουν τις ρίζες τους στις πρώτες – πρώτες σχέσεις που είχε το άτομο με σημαντικούς ανθρώπους της ζωής του. Οι σχέσεις αυτές “αποθηκεύονται” μέσα μας και αποτελούν καλούπια πάνω στα οποία βασίζονται όλες οι μετέπειτα σχέσεις της ενήλικης ζωής. Οι δυσκολίες και τα συναισθήματα αυτά αναπόφευκτα επανέρχονται με μία μορφή επανάληψης μέσα στις σχέσεις με άλλους ανθρώπους και καθιστούν έτσι το άτομο, όπως έγγραψα εχθές, έναν σύγχρονο Προμηθέα: έναν δεσμώτη της ύπαρξης, καταδικασμένο στο καταναγκαστικό βίωμα μίας οδυνηρής πραγματικότητας και ενός βασανιστηρίου δίχως τέλος.
Είναι στην φύση του ανθρώπου να προσπαθεί να επαναλαμβάνει με καταναγκαστικό τρόπο τις καταστάσεις αυτές. Γίνεται έτσι θεατής της ίδιας ταινίας στην οποία πρωταγωνιστούν διαφορετικοί ηθοποιοί, ωστόσο το σενάριο είναι πάντοτε το ίδιο. Για αυτό χρειάζεται να θυμηθεί ο άνθρωπος τι του συνέβη και μετά να το επεξεργαστεί. Και επιβάλλεται να εργαστεί κανείς πάνω στα συναισθήματά του και στις εσωτερικές του πληγές και τραύματα. Διαφορετικά, οι εσωτερικές του πληγές θα αιμορραγούν μολύνοντας τόσο τις ζωές των άλλων, όσο και τη δική του.
Η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία παρέχει έναν ασφαλή χώρο όπου μπορούν να εξερευνηθούν όλες αυτές οι επαναλαμβανόμενες δυσκολίες, τα τραύματα και τα ανυπόφορα συναισθήματα παρουσία του θεραπευτή, ο οποίος αργά – αργά και προσεκτικά βοηθάει τον θεραπευόμενο να έρθει σε επαφή με δυσβάσταχτα συναισθήματα τα οποία επεξεργάζονται μαζί και έτσι ο θεραπευόμενος αποκτά μία καλύτερη κατανόηση του εαυτού του.
Συνεπώς, απευθύνεται κυρίως σε ανθρώπους που επιθυμούν να γνωρίσουν τον εαυτό τους και να κατανοήσουν καλύτερα τι γίνεται μέσα τους. Ένας άνθρωπος που κατανοεί το ασυνείδητό του μπορεί και κάνει περισσότερο ελεύθερες επιλογές και αποκτά μεγαλύτερο έλεγχο στην ζωή του.
Η στενή σχέση που αναπτύσσει ο θεραπευόμενος με τον θεραπευτή στο εδώ και τώρα, τον βοηθάει να εξερευνήσει, αλλά κυρίως να επεξεργαστεί τις συγκρούσεις, τις δυσκολίες και τα συναισθήματα αυτά με ασφάλεια και ελευθερία. Ο θεραπευτής τον βοηθά να διαχειριστεί τα συναισθήματα αυτά μέσα στον θεραπευτικό χώρο και έτσι βαθμιαία μπορεί να τα χειριστεί καλύτερα και στην ζωή του έξω από την θεραπεία.
Η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία δεν αλλάζει το ποιος είσαι. Σε βοηθά να αντέχεις τον εαυτό σου και την συναισθηματική σου πραγματικότητα. Σε βοηθάει να γνωρίσεις το ασυνείδητό σου έτσι ώστε να ζήσεις πιο δημιουργικά, πιο αυθεντικά και πιο ελεύθερα. Βαθαίνει την επαφή σου με τον κόσμο και σε βοηθά να κάνεις πιο ουσιαστικές σχέσεις, έτσι ώστε να διεκδικήσεις το μερίδιο της ευτυχίας που σου αναλογεί.
Η ψυχική αλλαγή είναι μία μακρά και επώδυνη διαδικασία. Δεν υπαρχει όμως υψηλή τιμή να πληρώσει κανείς για να μπορεί να στέκεται γυμνός μπροστά στον εαυτό του και να μη ντρέπεται.