You are currently viewing (Αν)ικανότητα για αγάπη

(Αν)ικανότητα για αγάπη

Η ισχυρότερη συναισθηματική ανάγκη στον άνθρωπο είναι η ανάγκη να αγαπηθεί. Η ιστορία του ανθρώπινου είδους αντανακλά αυτή την αγωνιώδη προσπάθεια του να γίνει κοινωνός αυτού του μοναδικού βιώματος, άλλοτε με κακοήθη και κάποιες φορές με καλοήθη τρόπο. Ο άνθρωπος βροντοφωνάζει αυτή την ανάγκη με κάθε μέσο. Μουσική, λογοτεχνία, τέχνες και κινηματογράφος έχουν καταστεί αντίλαλος της ανάγκης αυτής. Η ανάγκη λοιπόν να βιώσει κανείς αγάπη είναι θεμέλιος λίθος της ύπαρξης.

Η (αν)ικανότητα μας ωστόσο να αγαπήσουμε είναι άλλη υπόθεση. Δυστυχώς, οι περισσότεροι άνθρωποι συμπεριφέρονται «σαν» να αγαπούν. Πέραν όμως της ικανότητας ή ανικανότητας ενός ανθρώπου να δώσει αγάπη, υπάρχει και ένα άλλο μείζον πρόβλημα το οποίο σχετίζεται με το αντικείμενο της αγάπης. Τι αγαπάμε, η ακόμη ακριβέστερα ποιον αγαπάμε μέσα σε μία σχέση; Τρίτον, υπάρχει πρόβλημα ορισμού της αγάπης. Πράγματι, παρά την εκτενή φιλολογία γύρω από την αγάπη, έχουμε αδυναμία να απαντήσουμε στο εξής ερώτημα: Τι σημαίνει αγαπάω;

Παρότι είναι πρακτικά δύσκολο να δοθεί ένας ακριβής ορισμός σε ένα υποκειμενικό βίωμα, όπως αυτό της αγάπης, θα ήταν ωστόσο χρήσιμο να υπακούσουμε στην Αριστοτελική διαλεκτική και να υιοθετήσουμε έναν λειτουργικό ορισμό πριν συζητήσουμε την (αν)ικανότητα να αγαπήσουμε και το τι πραγματικά αγαπάμε. Αγάπη λοιπόν, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η ικανότητα να επιτρέπουμε σε κάποιον να είναι αυτό που έχει επιλέξει να είναι, χωρίς να προσπαθούμε να τον αλλάξουμε, φροντίζοντας παράλληλα για την παραγωγική ανάπτυξη της προσωπικότητα του. Συνεπώς, αγάπη σημαίνει ελευθερία και εξέλιξη.

Η αγάπη δεν είναι κάτι έμφυτο αλλά κάτι που αναπτύσσει ο άνθρωπος στα πολύ πρώιμα στάδια της ζωής του. Όταν το βρέφος έρχεται στον κόσμο, βρίσκεται σε κατάσταση απόλυτου ναρκισσισμού. Βλέπει τη μητέρα ως προέκταση του εαυτού και ως φορέα ικανοποίησης όλων των αναγκών του. Η προθυμία δε της μητέρα να ικανοποιήσει όλες τις ανάγκες του βρέφους δημιουργούν στο τελευταίο μια ψευδαίσθηση παντοδυναμίας, όπου το βρέφος φαντασιώνεται ότι μπορεί να έχει ό,τι επιθυμήσει. Αν η μητέρα είναι αρκετά καλή και καταφέρει να δώσει στο βρέφος αυτά που χρειάζεται και στο βαθμό που χρειάζεται, τότε το βρέφος αρχίζει και βγαίνει σιγά σιγά από αυτό το παντοδύναμο ναρκισσιστικό στάδιο και αντιλαμβάνεται ότι η μητέρα είναι ένα ξεχωριστό πρόσωπο, έχει δικά της συναισθήματα και ο ρόλος της δεν περιορίζεται στη φροντίδα του. Το βρέφος αντιλαμβάνεται ότι θα πρέπει να δώσει και αυτό κάτι στη μητέρα, προκειμένου να πάρει. Έτσι, το βρέφος αρχίζει και νιώθει ανάμεικτα συναισθήματα για τη μητέρα: θέλει να την ευχαριστήσει, ενδιαφέρεται για αυτή, ενώ παράλληλα φοβάται μήπως τη βλάψει ή πάθει κακό.

Στο στάδιο αυτό αναπτύσσεται η αγάπη, η ενσυναίσθηση και το ενδιαφέρον προς τους άλλους. Στην ενήλικη ζωή οι άνθρωποι που ήταν τυχεροί και έλαβαν αγάπη θέλουν να δώσουν αυτή την αγάπη και σε άλλους ανθρώπους. Τι συμβαίνει όμως σε ανθρώπους που δεν έλαβαν αρκετή αγάπη στην παιδική τους ηλικία; Στην περίπτωση αυτή η ικανότητα ενός ανθρώπου να αγαπήσει τον άλλο και να τον δει ως ένα ξεχωριστό υποκείμενο διαταράσσεται σε σημαντικό έως και πολύ παθολογικό βαθμό. Η επιλογή συντρόφου σε έναν συναισθηματικά στερημένο άνθρωπο είναι ιδιαίτερα ναρκισσιστική. Το άτομο εισέρχεται σε έναν φαύλο κύκλο όπου θα αναζητεί συνεχώς έναν σύντροφο που θα τον καθρεπτίζει.

Η επιλογή συντρόφου εδώ έχει ως παρανομαστή τον ίδιο τον εαυτό. Δεν επιλέγει κάποιον για τα αυθεντικά στοιχεία του χαρακτήρα του. Επιλέγει κάποιον που είτε του «μοιάζει» και έχει όμοια χαρακτηριστικά με αυτό, είτε κάποιον που συγκεντρώνει όλα τα επιθυμητά χαρακτηριστικά. Η ανικανότητα να βιώσει πραγματική αγάπη οδηγεί το άτομο να προβεί σε μια επιλογή συντρόφου με βάση το τι είναι ο ίδιος ή τι θα ήθελε να είναι. Αναζητάει να βρει ένα είδωλο που να αντικατοπτρίζει αυτόν τον ίδιο. Τις περισσότερες φορές αυτή η διαδικασία συμβαίνει στη φαντασία του συναισθηματικά αποστερημένου ατόμου και δεν είναι απαραίτητο ο σύντροφος να έχει τα επιθυμητά χαρακτηριστικά στην πραγματικότητα. Ωστόσο, μέσω της φαντασίας το άτομο αποδίδει ασυνείδητα στον σύντροφο τα επιθυμητά χαρακτηριστικά που θα ήθελε να είχε και τον ταυτίζει με αυτά. Με αυτόν τον τρόπο ο σύντροφος εξιδανικεύεται διότι πλέον συμβολίζει καθετί που το άτομο επιθυμεί.

Η αγάπη, σε αντίθεση με τον έρωτα που τρέφεται από την εξιδανίκευση, βασίζεται στη συνειδητοποίηση της ετερότητας. Το άτομο που αγαπά κατανοεί τη διαφορετικότητα του άλλου, τα τρωτά σημεία του, τα ελαττώματα και τις αδυναμίες του. Αντιλαμβάνεται ότι ο σύντροφος δεν είναι ένας καθρέπτης του επιθυμητού εαυτού, αλλά μία γνήσια και αυθεντική οντότητα. Αντιθέτως, κάποιος που δεν έχει αναπτύξει την ικανότητα να αγαπά, οδηγείται σε ναρκισσιστική επιλογή συντρόφου, σε μία απέλπιδα προσπάθεια να επαναβιώσει την ειδυλλιακή κατάσταση πλήρους παντοδυναμίας. Έτσι οδηγείται σε μία μάταιη προσπάθεια να προστατευτεί από τις συγκρούσεις και τις απογοητεύσεις που συνεπάγεται η αναγνώριση της διαφορετικότητας.

To κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στον παρακάτω σύνδεσμο: http://www.dikepsy.gr/index.php?view=view_article&option=news&item=1494565642&lang=el&fbclid=IwAR1GvSnIAUGEd7Bc1y6ZMdgkRgl_ZO3HcAXewDqGcIU-NRZo3hBNXNH2m04