O έρωτας χαρακτηρίζεται από πολλούς ως η κινητήριος δύναμη της ζωής. Εδώ και πολλούς αιώνες οπλίζει τις πένες συγγραφέων και ποιητών, δίνοντας παράλληλα πνοή στους καμβάδες των ζωγράφων. Ο έρωτας αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης τόσο της φιλοσοφίας, όσο και της ψυχολογίας. Πράγματι, η ιστορία του πολιτισμού μας φανερώνει την αγωνιώδη προσπάθεια κατανόησης του συναισθήματος αυτού το οποίο ο Shakespeare αφοριστικά περιέγραψε ως «μία μορφή καθαρής τρέλας». Παρότι σήμερα γνωρίζουμε αρκετά πράγματα για το τι συμβαίνει μέσα στον εγκέφαλο του ερωτευμένου, οι λόγοι οι οποίοι κάνουν έναν άνθρωπο να ερωτευτεί παραμένουν σχετικά ανεξερεύνητοι.
Με το παρόν κείμενο επιθυμώ να εκφράσω ορισμένες σκέψεις για την καταγωγή του έρωτα. Αφού μιλήσω λίγο σχετικά με το τι πιστεύω ότι είναι ο έρωτας, θα προσπαθήσω να αναλύσω το γιατί, αλλά κυρίως το πως ερωτευόμαστε. Δεν φιλοδοξώ αλλά ούτε και δύναμαι να εξαντλήσω μία τέτοια περίπλοκη θεματική, η οποία θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι είναι φύσει ανεξάντλητη, αλλά κυρίως να σκιαγραφίσω ορισμένους από τους βασικούς αναπτυξιακούς προδρόμους του έρωτα. Βασική μου πεποίθηση είναι ότι ο έρως δεν είναι «τυφλός», όπως ισχυριζόταν ο Θεόκριτος, αλλά «ασυνείδητος».
Ο ασυνείδητος Έρως μπορεί μέσα από ψυχική εργασία να κατανοηθεί και να γίνει περισσότερο συνειδητός, εν αντιθέσει με οτιδήποτε «τυφλό» που είναι καταδικασμένο να μείνει στο σκοτάδι. Δυστυχώς, ο πολιτισμός μας (και ένα μέρος της επιστημονικής κοινότητας) ενθαρρύνει την αποποίηση της ατομικής ευθύνης όσο αφορά τα ψυχικά φαινόμενα. Στον ίδιο βαθμό ο έρωτας, ο οποίος είναι εξίσου ένα ψυχικό φαινόμενο προσεγγίζεται ως κάτι που έρχεται από έξω και όχι από μέσα από το υποκείμενο.
Σαφώς, ο έρωτας είναι ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο φαινόμενο στον βαθμό που πολύπλοκη και πολυδιάστατη είναι ολόκληρη η ανθρώπινη ύπαρξη. Για να μπορέσουμε, ωστόσο, να κατανοήσουμε το την φύση του έρωτα θα πρέπει να κατανοήσουμε ορισμένα βασικά πράγματα για την φύση της ανθρώπινης ανάπτυξης. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι η κατανόηση του έρωτα προϋποθέτει την γνώση ορισμένων βασικών μηχανισμών της εσωτερικής ζωής ενός ανθρώπου. Θα ήθελα , ωστόσο, να προσεγγίσω το ζήτημα του έρωτα μέσα από ένα από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα της παγκοσμίου φιλοσοφίας, το Συμπόσιο του Πλάτωνα.
Το Συμπόσιο, κατά την άποψη μου, αντανακλά ίσως την υψηλότερη και βαθύτερη περιγραφή του έρωτα. Η αριστουργηματική πλευρά του Συμποσίου έγκειται στο ότι τοποθετεί τον έρωτα σε μία πολύ ανθρώπινη διάσταση, απογυμνώνοντας τον από έντονες εξιδανικεύσεις και θεοποιήσεις. Προς χάριν της αλήθειας, ο Πλάτωνας «επιτρέπει» σε μία γυναίκα από την Μαντίνεια, την Διοτίμα, να αποδομήσει τον εξιδανικευμένο του δάσκαλο Σωκράτη διδάσκοντας του τι είναι έρωτας. Συντελείται ένας αριστουργηματικός διάλογος υψηλής διανόησης μεταξύ της Διοτίμας και του Σωκράτους, με την πρώτη να αναιρεί την ιερότητα του έρωτα ισχυριζόμενη ότι ο Έρως δεν είναι θεός, διότι αν ήταν, δεν θα επιζητούσε το τέλειο και το όμορφο καθώς αυτές είναι ιδιότητες που τις έχει ένας θεός. Εν αντιθέσει, ισχυρίζεται η Διοτίμα, ο Έρως είναι «δαίμων», κάτι ενδιάμεσο δηλαδή μεταξύ θνητού και αθανάτου.
Η Διοτίμα παρουσιάζει εν συνεχεία την μυθική προέλευση του έρωτα, του οποίου πατέρας σύμφωνα με την παράδοση ήταν ο Πόρος (που συμβόλιζε την ευφυΐα) και η Πενία (που συμβόλιζε την στέρηση και την έλλειψη). Σε ένα συμπόσιο των θεών με αφορμή τη γέννηση της Αφροδίτης, ο Πόρος μέθυσε κι αποκοιμήθηκε. Η Πενία τότε, βρήκε ευκαιρία να συλλάβει παιδί από αυτόν το οποίο και έπραξε. Ως αποτέλεσμα ο Έρωτας συνδέθηκε με την Αφροδίτη, έγινε ακόλουθος της, και φύσει εραστής της ομορφιάς. Λόγω της καταγωγής του από την Πενία ο έρωτας είναι φτωχός, άσχημος και τραχύς, αλλά συνάμα κυνηγός και ριψοκίνδυνος , μία ιδιότητα που κληρονόμησε από τον πατέρα του. Έτσι, ο έρωτας κυνηγάει το όμορφο και είναι παθιασμένος με την γνώση, κινούμενος όμως μεταξύ της σοφίας και της άγνοιας.
Η προαναφερθείσα μυθική προέλευση του έρωτα είναι τεραστίας συμβολικής σημασίας και αντανακλά, κατά την άποψη μου, τόσο την καταγωγή, όσο και τα δυναμικά αυτού του τόσο περίπλοκου συναισθήματος. Στην ψυχανάλυση, όταν συζητούμε για έρωτα, μιλούμε συνήθως για την επιλογή του αντικειμένου της αγάπης. Γνωρίζουμε, ότι το πρώτο αντικείμενο αγάπης ενός ανθρώπου είναι το πρωταρχικό πρόσωπο φροντίδας, το οποίο ονομάζουμε μητέρα. Η ψυχαναλυτική εργασία μας έχει δείξει ότι τα θεμέλια των ερωτικών συναισθημάτων δομούνται πάνω σε αυτήν την πρωταρχική σχέση, η ποιότητα της οποίας θα καθορίζει την ένταση, την έκφραση και την παθολογία τους.
Το βρέφος, ωστόσο, έρχεται στον κόσμο απροστάτευτο και αδύναμο να επιβιώσει. Βρίσκεται, θα μπορούσαμε να πούμε συμβολικά, σε μία κατάσταση απόλυτης «πενίας» Νιώθει αβοήθητο και βιώνει ένα τρομερό άγχος αφανισμού: φοβάται ότι θα πεθάνει. Για να μπορέσει να επιβιώσει, το βρέφος πράττει ότι και η Πενία: επειδή ακριβώς είναι “φτωχό” και αδύναμο προσκολλάται συμβιωτικά στην μητέρα η οποία συμβολίζει τον Πόρο, καθώς είναι η έχουσα όλων των πόρων που επιθυμεί να κατέχει το βρέφος. Η ψυχοσυναισθηματική κατάσταση της μητέρας, από την άλλη, ομοιάζει αρκετά με του Πόρου καθώς και η ίδια βρίσκεται σε μία κατάσταση «μέθης», την οποία στην ψυχαναλυτική βιβλιογραφία ονομάζουμε πρωτογενή μητρική ενασχόληση ( είναι δηλαδή τρωτή και σε απόλυτη συμβίωση με το παιδί).
Αυτά συμβαίνουν τον πρώτο χρόνο της ζωής του ανθρώπου και ακριβώς εκεί είναι που γεννιέται και η δυνατότητα να ερωτευτεί κανείς. Οι απαρχές της ικανότητας αυτής βρίσκονται στα πρώτα πρώτα στάδια της ζωής ενός ανθρώπου και έχει τις ρίζες της στο πως το πρόσωπο φροντίδας ανταποκρίθηκε στις ανάγκες του βρέφους. Στην αρχή το βρέφος εξιδανικεύει την μητέρα καθώς την βιώνει ως μία πανίσχυρη φιγούρα που κατέχει όσα το ίδιο επιθυμεί. Μέσα από την συμβιωτική σχέση μαζί της αισθάνεται ότι έχει λόγο ύπαρξης: για την ακρίβεια υπάρχει μέσα από την μητέρα.
Ενώ αυτή η προσκόλληση στην μητέρα είναι απαραίτητη για την επιβίωση του βρέφους τον πρώτο χρόνο ζωής, ο αποχωρισμός από αυτήν είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη της μετέπειτα αυτονομίας του. Πράγματι, ο αποχωρισμός από την μητέρα αποτελεί την κρισιμότερη πράξη της ψυχικής ζωής ενός ατόμου. Ο αποχωρισμός αυτός διευκολύνεται εάν η μητέρα έχει φροντίσει επαρκώς το βρέφος το οποίο μπορεί να αποκολληθεί από αυτήν και να αποκτήσει μία αίσθηση ξεχωριστής ταυτότητας. Αντίθετα τα βρέφη που δεν κατάφεραν να αποχωριστούν την μητέρα και να αποκτήσουν ατομική ταυτότητα παραμένουν συμβιωτικά προσκολλημένα σε αυτήν, αλλά και αργότερα στους άλλους, βρισκόμενα σε μία μόνιμη κατάσταση πενίας.
Πώς όμως όλα αυτά σχετίζονται με τον έρωτα και την επιλογή ερωτικού συντρόφου;
Η ψυχαναλυτική θεωρία υποστηρίζει ότι η ικανότητα για αγάπη καθώς και η επιλογή ερωτικού συντρόφου βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο κατά πόσον οι ανάγκες αυτές ικανοποιήθηκαν επαρκώς. Η μη ικανοποίηση των αναγκών αυτών, από την άλλη, δημιουργεί συναισθηματικά ελλείμματα στον ψυχισμό του βρέφους τα οποία θα προσπαθεί να ικανοποιήσει με κάθε τρόπο αργότερα στη ζωή του. Η συναισθηματική αποστέρηση δημιουργεί μία τρύπα στον ψυχισμό του ανθρώπου, από την οποία αιμορραγεί συναισθηματικά.
Οι άνθρωποι που ερωτεύονται έντονα δημιουργούν στην φαντασία τους ένα ιδιαίτερα εξιδανικευμένο είδωλο του ερωτικού τους συντρόφου, το οποίο ερωτεύονται βαθιά πιστεύοντας ότι θα καλύψει το κενό που νιώθουν. Πιστεύουν ότι το άτομο αυτό θα καλύψει την συναισθηματική τους «πενία» δίνοντας τους όλους τους διαθέσιμους «πόρους» για να νιώσουν πλήρεις και ευτυχισμένοι. Το αποτέλεσμα όμως αυτής της ένωσης είναι ένας έρωτας που διαφέρει ελάχιστα από την περιγραφή της Διοτίμας: ένας έρωτας, φτωχός, τραχύς και άσχημος. Και τίποτε τραχύ δεν μπορεί να έχει διάρκεια στον χρόνο.
Οι συγχωνευτικοί έρωτες συμβαίνουν σε ανθρώπους που δεν έχουν καταφέρει να αποχωριστούν επιτυχώς το πρωταρχικό πρόσωπο φροντίδας, το οποίο είναι και το πρώτο πρόσωπο που ερωτεύεται κανείς. Στα άτομα αυτά η επιλογή του συντρόφου είναι καθαρά ναρκισσιστική, καθώς ταυτίζουν το φανταστικό είδωλο του συντρόφου με την αρχαϊκή ανάμνηση της αγάπης μιας εξιδανικευμένης μητέρας. Αυτό το τόνισε χαρακτηριστικά ο Freud ο οποίος έγραψε ότι «πίσω από κάθε ερωτική σχέση κρύβεται ένα βρεφικό πρότυπο».
Στον ναρκισσιστικό έρωτα το άτομο ερωτεύεται αυτόν που απαντά στο ερώτημα «ποιος θα ήθελα να είμαι». Επιλέγει έναν σύντροφο που συγκεντρώνει, στην φαντασία του, όλα τα επιθυμητά χαρακτηριστικά τα οποία θα επιθυμούσε το ίδιο να έχει. Αναζητά να βρει έναν σύντροφο που αντικατοπτρίζει τον ίδιο. Τις περισσότερες φορές αυτή η διαδικασία συμβαίνει στη φαντασία του συναισθηματικά αποστερημένου ατόμου. Μέσω της φαντασίας το άτομο αποδίδει ασυνείδητα στον σύντροφο του τα επιθυμητά χαρακτηριστικά που θα ήθελε να έχει και τον ταυτίζει με αυτά.
Όταν, ωστόσο, κανείς έχει λάβει αρκετά και έχει σχηματίσει μία σταθερή ταυτότητα δεν έχει την ανάγκη να βρει έναν σύντροφο για να συγχωνευτεί, αλλά κάποιον που να τον συμπληρώνει. Ο συναισθηματικά ώριμος άνθρωπος επιλέγει έναν σύντροφο που έχει ψυχικές ποιότητες οι οποίες τον βοηθούν να αναπτυχθεί. Νιώθει ασφάλεια και ευγνωμοσύνη και επιθυμεί να προσφέρει στον σύντροφό του. Μπορεί να διαχειριστεί την αμφιθυμία έχοντας την ικανότητα να χωρέσει μέσα του, να “εμπεριέξει” συναισθήματα μίσους, οργής και δυσαρέσκειας. Κυρίως, όμως, έχει αναπτύξει την ικανότητα για επανόρθωση, αυθεντική έγνοια και συγχώρεση.
Ο έρωτας, γράφει ο Πλάτωνας στο Συμπόσιο, ομοιάζει με την διαδικασία της ψυχικής γέννας μέσα σε ένα κλίμα απόλυτης ομορφιάς. «Στην προσπάθειά του να γίνει μέτοχος της απόλυτης ομορφιάς, επομένως και της αθανασίας, λέγει η Διοτίμα, «δύσκολα θα μπορούσε να βρει {κανείς} πολυτιμότερο συμπαραστάτη από τον Έρωτα». Η απόλυτη ομορφιά όμως δεν θα μπορούσε να είναι αποκομμένη από την αλήθεια, καθώς καθετί αληθινό είναι και όμορφο. Για να μπορέσει λοιπόν να γίνει κανείς πραγματικός μέτοχος αυτού του συναισθήματος, θα πρέπει να εργαστεί για να μετακινήσει τον υιό του Πόρου και της Πενίας από την άγνοια και την ασχήμια, στην γνώση και την ομορφιά.