Πριν από μερικά χρόνια εργαζόμουν σε μία θεραπευτική κοινότητα στο Λονδίνο. Η κοινότητα αυτή φιλοξενούσε κατά βάση ψυχωτικούς ασθενείς, οι περισσότεροι εκ των οποίων είχαν περάσει προηγουμένως από πολλά ψυχιατρεία της Αγγλίας. Η φιλοσοφία και ο θεραπευτικός σχεδιασμός της θεραπευτικής αυτής κοινότητας δομούνταν πάνω στην ανάληψη ευθύνης. Το κάθε μέλος ενθαρρύνονταν να αναλάβει τόσο την ευθύνη της ύπαρξης του, έτσι ώστε να μην κρύβεται πίσω από την διάγνωσή του, καθώς και να συνεισφέρει ενεργά και παραγωγικά στην κοινότητα, χτίζοντας εποικοδομητικές σχέσεις με τα υπόλοιπα μέλη.
Ένα μεσημέρι, μία αρκετά νεαρή ασθενής ήρθε και κάθισε απέναντί μου. Από όσο μπορώ να ανακαλέσω δεν ήταν ιδιαίτερα ομιλητική ασθενής και σπανίως συμμετείχε στα δρώμενα της κοινότητας. Κάθισε αντίκρυ μου σιωπηλή κοιτάζοντας με μάτια διάπλατα ανοιχτά. Για τα επόμενα πέντε λεπτά κοιταζόμασταν βυθισμένοι μέσα στην σιωπή, χωρίς κανένας από τους δυό μας να επιχειρεί να την διαταράξει. Ξαφνικά, σε μία στιγμή απόλυτης ειλικρίνειας και πλήρους συνειδητοποίησης μου είπε την εξής φράση ενώ συνέχιζε να με κοιτά με την έντονη αυτή διαπεραστική ματιά: “Let me tell you something Theo…. Life is extremely hard”. Μετά την φράση αυτή βυθίστηκε και πάλι στην σιωπή.
Για πολύ καιρό μετά συλλογιζόμουν πάνω στην φράση της. Είχε απόλυτο δίκιο. Η ζωή είναι εξαιρετικά επώδυνη. Η φράση της αυτή, ούσα αναδυόμενη από μία σιωπηλή άβυσσο, αντανακλά ίσως το μοναδικό θεμελιώδες χαρακτηριστικό και συνάμα την οικουμενική πραγματικότητα της ζωής: η ζωή είναι συνυφασμένη με τον πόνο, την τραγωδία και την οδύνη.
Φιλόσοφοι και κάθε λογής ηνίοχοι του πνεύματος μας μίλησαν εδώ πολύ καιρό για το επώδυνο και τραγικό της ύπαρξης. Ο ίδιος ο Freud, ήταν βαθύτατα πεσιμιστής δίνοντας τον εξής ορισμό για την ζωή: «Η ζωή είναι μία νήσος πόνου, περιτριγυρισμένη από μία θάλασσα αδιαφορίας». Εγκατέλειψε γρήγορα την πεποίθηση του ότι ο άνθρωπος κυνηγά το «ζειν ηδονικώς» και προσπάθησε να περιγράψει τα σκοτεινά κομμάτια της ανθρώπινης ύπαρξης.
Το ερώτημα που ευλόγως εγείρεται εδώ, είναι το πως επιβιώνουμε από το οδυνηρό της ύπαρξης, από το οποίο κανείς ανεξαιρέτως δεν μπορεί να ξεφύγει. Πως όμως μπορούμε να σηκώσουμε στις πλάτες μας το φορτίο της ζωής χωρίς να καταρρεύσουμε; Πώς μπορεί κανείς να αντέξει τον πόνο που η ζωή συνεπάγεται;
Η απάντηση και συνάμα το αντίδοτο του επώδυνου της ύπαρξης, κατά την άποψη μου, είναι το νόημα. Και το οξύμωρο και παράλληλα ειρωνικό είναι ότι το νόημα της ζωής βρίσκεται μέσα στην καρδιά του κυκλώνα της οδύνης. Μόνον ο άνθρωπος που επιτρέπει στην ψυχή του να φιλοξενήσει όλους τους πόνους της ζωής αρχίζει να νιώθει ζωντανός. Η ουσιαστική θλίψη και το πένθος συγκροτούν την προσωπικότητα ενός ανθρώπου και τον ευαισθητοποιούν απέναντι στη ζωή. Η επεξεργασία του ψυχικού άλγους και η ανάληψη της ευθύνης της ύπαρξης είναι αυτή που οδηγεί στο νόημα.
Το νόημα έχει δύο συνιστώσες, οι οποίες με την σειρά τους είναι αλληλένδετες: την παραγωγική δραστηριότητα και την προσφορά. Για αυτόν τον λόγο οι άνθρωποι καταπιάνονται πολλές φορές με ουσιαστικά και δύσκολα πράγματα αντί απλώς να κυνηγούν το ζειν ηδονικώς: γιατί το να δημιουργείς και να προσφέρεις είναι το μόνο αντίδοτο στην δυστυχία της ζωής. Και το πρόβλημα είναι όταν κανείς δεν καταφέρνει να ζήσει δημιουργικά και παραγωγικά οδηγεί στην αφόρητη δυστυχία τόσο την δική του ύπαρξη, όσο και την ύπαρξη πολλών άλλων γύρω του.
Πολλοί άνθρωποι θεωρούν ότι το νόημα της ζωής βρίσκεται στην ευτυχία. Η άποψη αυτή πιστεύω ότι είναι τόσο παραπλανητική όσο και επικίνδυνη. Η ευτυχία δεν μπορεί να αποτελεί βαρόμετρο της ύπαρξης και δεν μπορούμε να κρίνουμε την ζωή μας με κριτήριο την ευτυχία. Διότι αν το νόημα είναι η ευτυχία, πώς θα αντέξει κανείς τις στιγμές δυστυχίας της ζωής οι οποίες είναι σημαντικά πολύ περισσότερες; Σαφώς, στην ζωή υπάρχουν στιγμές ευτυχίας και πρέπει να είμαστε ευγνώμονες, ωστόσο δεν διαρκούν πολύ. Η φύση της ζωής είναι τέτοια που δεν επιτρέπει στην ευτυχία να αποτελεί ρυθμιστικό παράγοντα της ύπαρξης. Για αυτό χρειάζεται συχνά να κλείνει κανείς τα ώτα του στους κήρυκες και τις “σειρήνες” της ευτυχίας.
Αντιθέτως, η αξιοποίηση των δημιουργικών δυνάμεων ενός ανθρώπου, τον οδηγεί στο να ζήσει μία «αρκετά» ικανοποιητική ζωή. Βάζω τον επίρρημα «αρκετά» εντός εισαγωγικών, καθώς είναι αδύνατον να ζήσει κανείς μία απόλυτα ικανοποιητική, πόσο μάλλον ευτυχισμένη ζωή.
Και μπορεί να ζήσει κανείς μία «αρκετά» ικανοποιητική ζωή που να αιτιολογεί και να νοηματοδοτεί την ύπαρξη του πέραν των περιορισμών και των δυσκολιών αυτής. Αυτός που έχει ένα «γιατί», έλεγε ο Νίτσε, μπορεί να αντέξει σχεδόν το κάθε «πως». Και αυτό είναι ένα είδος ρεαλιστικού οπτιμισμού και προϋποθέτει την παραγωγική χρησιμοποίηση των προνομίων της ύπαρξης ενός ατόμου το οποίο καλείται να ανακαλύψει το δικό του«γιατί» . Το νόημα είναι υπό αυτήν την έννοια όχι μόνον ενστικτώδης, αλλά και επιτακτική ανάγκη για μία όσο το δυνατόν ικανοποιητικότερη ζωή.
Διαφορετικά θα καταλήξει ο άνθρωπος σαν τον Ίβαν Ίλιτς, τον τραγικό ήρωα του Τολστόι, ο οποίος στο νεκροκρέβατο του αποχαιρέτισε την ζωή συνειδητοποιώντας ότι σπάτάλησε την ύπαρξη του ζώντας ολάκερη την ζωή του με τον λάθος τρόπο. Και ίσως να μην υπάρχει μεγαλύτερη τραγωδία από αυτή.