Πριν μερικά χρόνια, σε ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο υψίστης ασφαλείας συνάντησα τον J. O J ήταν ένας γεροδεμένος άντρας στα μέσα της πέμπτης δεκαετίας της ζωής του και στο ιστορικό του μετρούσε περίπου 120 αδικήματα και 40 καταδίκες, συμπεριλαμβανομένων βιασμού και και ανθρωποκτονίας. Ο J. ήταν ψυχοπαθητική προσωπικότητα, σεξουαλικός σαδιστής κι όπως μου είχε πει τότε ένας ψυχίατρος ένας από τους πιο βίαιους έγκλειστους της Βρετανίας. Καθόλη τη συναναστροφή μου μαζί του με διαπερνούσε ένα έντονο αίσθημα φόβου και τρομερού άγχους.
Καθώς πηγαίναμε στο δωμάτιο συνεντεύξεων ένας άλλος ασθενής φώναξε: «Μαλακά και ήρεμα J., μην είσαι άγριος μαζί του, είναι παρθένος». Και είχε απόλυτο δίκιο, καθώς πράγματι ήμουν: δεν είχα έρθει ποτε ξανά σε επαφή με ένα τόσο βίαιο και σκοτεινό κομμάτι της ανθρώπινης ψυχής.
Όταν κατά τη διάρκεια της συνέντευξης αναφέρθηκα στη σχέση με τη μητέρα του, ο J με κοίταξε με απειλητικό ύφος και μου είπε να μήν τολμήσω να την αποκαλέσω ξανά «μητέρα». «Δεν είναι μητέρα μου, το πιασες; Και δε θα γίνει ποτέ. Θα την αποκαλείς Β. Νιώθω μίσος για αυτό το «πράγμα» που εσύ ονομάζεις μητέρα. Ποτέ της δε με φρόντισε. Δε μου έδειξε το παραμικρό συναίσθημα, ούτε καν μίσος. Τόσο αδιάφορη ήταν».
Στην αρένα της ψυχικής ζωής ενός ανθρώπου συγκρούονται η εξάρτηση με την ανάγκη για αυτονομία. O αποχωρισμός από τη μητέρα είναι το σημαντικότερο ορόσημο για την ανάπτυξη και ψυχική ωρίμανση ενός ανθρώπου. Το εάν, με ποιο τρόπο και σε ποιο βαθμό έχει επιτευχθεί αποτελεί ρυθμιστικό παράγοντα της ψυχικής ζωής του ατόμου. Στο παιδί η διαδικασία αποταύτισης και αποχωρισμού από τη μητέρα δεν είναι μία εύκολη και ομαλή διαδικασία, αλλά μία εξαιρετικά, κατά την άποψη μου, βίαιη διαδικασία που ομοιάζει με μητροκτονία. Προσωπικά, θεωρώ τη μητροκτονία και τον αποχωρισμό από τη μητέρα έννοιες συνώνυμες.
Η απώλεια της μητέρας ωστόσο, αποτελεί ψυχολογική και βιολογική αναγκαιότητα καθώς οδηγεί στην αυτονόμηση του ατόμου. Αυτό όμως που πραγματικά καθορίζει την συναισθηματική ωρίμανση του ατόμου είναι ο τρόπος με τον οποίο το παιδί «δολοφονεί» τη μητέρα στο στάδιο του αποχωρισμού. H ένταση της επιθετικής ενόρμησης και κυρίως η επάρκεια της μητέρας, η ικανότητά της να ανταποκριθεί στις ανάγκες του βρέφους και να του παρέχει ένα «αρκετά καλό/ασφαλές περιβάλλον» αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες των συνεπειών του φόνου στην ψυχική ζωή του παιδιού.
Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι η βίαιη «δολοφονία» του μητρικού αντικειμένου δεν αποτελεί προθάλαμο του αποχωρισμού και σε καμία περίπτωση δεν οδηγεί σε αυτονόμηση και ανεξαρτησία. Όσοι έχουν εργαστεί σε ψυχιατρικά νοσοκομεία και φυλακές υψίστης ασφαλείας γνωρίζουν ότι κάθε δολοφόνος είναι στενά συνδεδεμένος με το θύμα του. Εάν πράγματι ο ψυχοπαθής είναι τόσο συναισθηματικά αποκομμένος από τους άλλους, γιατί έχει την ανάγκη να βιαιοπραγεί με τόσο σαδιστικό τρόπο; Φυσικά, δεν υπάρχει άνθρωπος συναισθηματικά απόκομμένος από τους άλλους: άλλοι προσκολλούνται μέσω αγάπης κι άλλοι μέσω βίας και μίσους. Άλλα η ακόμη και η επίθεση στη σχέση, η επίθεση στην σύνδεση με τον άλλον αποτελεί ανάγκη του σχετίζεσθαι.
Όταν λοιπόν η μητέρα είναι ψυχρή, κακοποιητική μα κυρίως αδιάφορη και απούσα (όπως στην περίπτωση του J), ο αποχωρισμός του παιδιού από αυτή συντελείται μέσα από μία βίαιη συμβολική δολοφονία. Η απόπειρα του παιδιού όμως να σκοτώσει τη μητέρα δε μπορεί να επιτύχει: ακόμη και μετά τη συμβολική δολοφονία η μητέρα θα ζεί μέσα του ως μία (un) dead (ζωντανή- νεκρή) μητέρα. Αυτό συμβαίνει γιατί το παιδί ενδοβάλει τη «δολοφονηθείσα» μητέρα. Χρησιμοποιώ εδώ τον όρο (un) dead: υποδηλώνοντας μία παθολογική έκφανση της μητρικής λειτουγίας, όπου η μητέρα μπορεί να έιναι σωματικά/φυσικά παρούσα (συνεπώς όχι νεκρή) αλλά ούτε και ζωντανή, καθώς αποτυγχάνει να δώσει ασφάλεια και αγάπη στο παιδί το οποίο συναισθηματικά απονεκρώνεται. Έτσι, η μητέρα την οποία έχει εσωτερικεύσει το παιδί είναι μία ζωντανη – νεκρή μητέρα από την οποία όμως δεν κατάφερε να απαλλαχθεί.
Αργότερα ως ενήλικας θα επαναλαμβάνει συνεχώς αυτόν τον συμβολικό φόνο – που σε ορισμένες πολύ παθολογικές περιπτώσεις οδηγεί σε πραγματικό φόνο ή κατά συρροήν δολοφονίες – σε όλες του τις σχέσεις. Οι σχέσεις του θα είναι ζωντανές – νεκρές και θα είναι πάντα έτοιμος να «δολοφονήσει» τον/την ερωτικό σύντροφο πριν προλάβει να τον αφήσει ο ίδιος. Θα είναι έτσι δεσμώτης μιας εσωτερικής καταναγκαστικής επανάληψης σε μία προσπάθεια να ξεριζώσει από μέσα του το εσωτερικευμένο πρότυπο μητέρας που του προκαλεί τόσο πόνο, ξεριζώνοντας όμως παράλληλα κι όλα τα συναισθήματα καλοσύνης, αγάπης και ευγνωμοσύνης.
Όπως το εξέφρασε με καταπληκτικό τρόπο ο Αισχύλος στην Ορέστεια αναφερόμενος στη δολοφονία της Κλυταιμνήστρας από τον γιο της: «Δεν υπάρχει ελπίδα για αυτόν. Άπαξ και χυθεί μητρικό αίμα, δεν υπάρχει επιστροφή»
Το κείμενο αρχικά δημοσιεύτηκε στον παρακάτω σύνδεσμο: