You are currently viewing Περί σεξουαλικής “διαστροφής”

Περί σεξουαλικής “διαστροφής”

Έχουν περάσει περισσότερα από 100 χρόνια από τότε που ο Freud με γενναιότητα και τόλμη απεγκλώβισε τη μελέτη της σεξουαλικότητας από τα ηθικά δεσμά της, προσεγγίζοντας την ως ψυχικό φαινόμενο. Ο Freud διατύπωσε αυτό που κάθε νταντά ή μητέρα είχε παρατηρήσει, αλλά δυσκολευόταν να εκφράσει: ότι η σεξουαλικότητα είναι παρούσα ήδη από την πολύ πρώιμη παιδική ηλικία. Η πρώιμη αυτή σεξουαλικότητα, υπέθεσε ο Freud, είναι “πολύμορφα διαστροφική” και οργανώνεται μέσα από διάφορα αναπτυξιακά στάδια μέχρι να γίνει γενετήσια. Αυτό που ωστόσο απασχόλησε τη σκέψη του πατέρα της ψυχανάλυσης δεν ήταν το πως γίνεται κανείς σεξουαλικώς ”διεστραμμένος”, καθώς θεώρησε ότι όλοι γεννιόμαστε “διεστραμμένοι” αλλά το πως γίνεται κανείςσεξουαλικά “φυσιολογικός”. Αναρωτήθηκε δηλαδή, με ποιον τρόπο αυτή η “πολύμορφα διαστροφική” σεξουαλικότητα του παιδιού μεταβάλλεται και ομαλοποιείται κατά την διάρκεια της αναπτυξιακής διαδικασίας του.

Σαφώς, ο Freud δεν χρησιμοποίησε τον όρο “διαστροφή” ως συνώνυμο ηθικής κατωτερότητας, αλλά την απελευθέρωσε από τέτοιου είδους ερμηνείες. Σήμερα, ωστόσο, ο όρος “διαστροφή”, είναι τόσο επιστημονικά αδόκιμος όσο και στιγματιστικός διότι εμπεριέχει στον ορισμό του την έννοια της κανονικότητας, η οποία είναι μία πολιτισμικά και κοινωνικά κατασκευασμένη έννοια. Για τον λόγο αυτό, ο όρος “διαστροφή” έχει αντικατασταθεί στα ψυχιατρικά εγχειρίδια με τον όρο παραφιλία. Μολαταύτα, ψυχολόγοι και θεραπευτές οφείλουμε να εξετάσουμε το φαινόμενο της παραφιλίας με αποστειρωμένα χέρια, απογυμνώνοντας το από κάθε ηθικό και κοινωνικό μανδύα. Θα πρέπει λοιπόν να εγκαταλείψουμε τη ρητορική της “κανονικότητας” και να δούμε την παραφιλία ως μία έκφανση του ανθρώπινου ψυχισμού, δυνητικά, παρούσα σε όλους μας.

Το σημαντικότερο πρόβλημα, κατά την άποψή μου, στην κατανόηση της παραφιλίας, είναι ο περιορισμός του όρου στις σεξουαλικώς αποκλίνουσες συμπεριφορές. Καμία μεμονωμένη σεξουαλική συμπεριφορά, ωστόσο, δεν αποτελεί επαρκές διαγνωστικό κριτήριο μιας παραφιλίας. Η παραφιλία συνιστά έντονη δυσλειτουργία του συνόλου της προσωπικότητας ενός ανθρώπου και εκφράζεται μόνο μερικώς μέσα από τη σεξουαλική πράξη.

Η σεξουαλική πράξη αποτελεί μία αυθόρμητη βιολογική λειτουργία του ατόμου και ταυτόχρονα μία μορφή του σχετίζεσθαι. Προσωπικά, αντιλαμβάνομαι την παραφιλία ως μία οπισθοχώρηση σε μία κατάσταση του νου η οποία στον παρανομαστή της έχει την άρνηση του άλλου ως αυτόνομη οντότητα. Η παραφιλία κατά αυτόν τον τρόπο αποτελεί μία ψυχική άμυνα απέναντι σε έναν από τους μεγαλύτερους φόβους του ανθρώπου, τον φόβο εξάρτησης από τον άλλο, ο οποίος τροφοδοτείται από έναν ακόμη μεγαλύτερο φόβο, τον φόβο εγκατάλειψης. Όταν έναν άνθρωπος κυριεύεται από τον φόβο εγκατάλειψης, ασυνείδητα οδηγείται σε ένα σκοτεινό ψυχικό καταφύγιο,στο οποίο κυριαρχεί η άρνηση της ύπαρξης του άλλου.

Παρότι υπάρχουν περισσότερες από εκατό καταγεγραμμένες παραφιλίες , εκτιμώ ότι οργανώνονται σε 3 βασικές κατηγορίες τις οποίες θα προσπαθήσω να προσεγγίσω σύντομα: τον σαδομαζοχισμό, την υπερσεξουαλικότητα και την πλήρη αναστολή σεξουαλικού ενδιαφέροντος.

Ο σαδομαζοχισμός είναι ίσως η συχνότερη μορφή παραφιλίας. Ο Freud θεωρούσε ότι ο σαδισμός και ο μαζοχισμός αποτελούν διαφορετικά όψη του ιδίου νομίσματος και ότι καθένας μας έχει αυτά τα δύο χαρακτηριστικά σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Τόσο στην ενεργητική του κατάφαση (σαδισμός) όσο και στην παθητική του (μαζοχισμός) ο ασυνείδητος σκοπός σκοπός είναι η αποφυγή του άγχους εξάρτησης. Ο βασικός σκοπός του σαδιστή είναι να θέσει την ύπαρξη ενός άλλου ανθρώπου κάτω από τον πλήρη έλεγχο του, να τον ταπεινώσει και να του στερήσει κάθε ζωτικότητα, εξευτελίζοντας πλήρως τον άλλο. Με αυτόν τον τρόπο αρνείται την ύπαρξη του άλλου ως αυτόνομης προσωπικότητας μετατρέποντας τον σε εργαλείο ευχαρίστησης. Στον αντίποδα, το άτομο με μαζοχιστική δομή επιθυμεί να αποβάλει την προσωπική του ταυτότητα και να γίνει υποχείριο του άλλου, να ταπεινωθεί και να εξευτελιστεί θέτοντας τον εαυτό του κάτω από την απόλυτη κυριαρχία και εξουσία ενός άλλου ατόμου.

Η υπερσεξουαλικότητα αποτελεί άλλη μία σοβαρή διαστροφή του σχετίζεσθαι με τους άλλους. Με τον όρο “υπερσεξουαλικοτητα” δεν αναφέρομαι τόσο στην υπέρμετρη σεξουαλική ορμή, η οποία συνιστά μία σεξουαλικοποίηση του άγχους αποχωρισμού και πολλές φορές είναι αποτέλεσμα σεξουαλικής κακοποίησης, αλλά αναφέρομαι κατά βάση σε 3 ψυχοσεξουαλικά φαινόμενα: την συστηματική μοιχεία, το polyamory και το swinging.

Η συστηματική μοιχεία, σε αρκετές περιπτώσεις, αποτελεί μία μανιακή άμυνα απέναντι στην υγιή εξάρτηση από τον σύντροφο και σπανίως έχει να κάνει απλώς με την εκτόνωση και διοχέτευση της σεξουαλικής ορμής. Αντιθέτως, μπορεί να πηγάζει από έντονα συναισθήματα ανασφάλειας και φόβου, και αποτελεί ένα ψευδές είδος θριάμβου πάνω στα συναισθήματα αυτά.

Το swinging, από την άλλη, αποτελεί μία συμπεριφορική αντίδραση της ίδια μορφής άγχους σε μία προσπάθεια επίλυσης συγκρούσεων που είναι αποτέλεσμα της πρωτογενούς σκηνής. Στην ψυχαναλυτική βιβλιογραφία, με τον όρο πρωτογενής σκηνή αναφερόμαστε στις ασυνείδητες φαντασιώσεις παιδιού σχετικά με την σεξουαλική δραστηριότητα των γονέων. Οι φαντασιώσεις αυτές είναι συνήθως βίαιες, δεν μπορούν να κατανοηθούν από το παιδί και εγείρουν έντονο φόβο και άγχος, προκαλώντας παράλληλα ερωτική έξαψη. Συνεπώς το swinging, κατά την άποψη μου, συνιστά μία επαναβίωση όλων αυτών των πρώιμων αγχών της πρωτογενούς σκηνής, η οποία συνιστά παράλληλα επίθεση στη σημαντικότητα της σχέσης και συνάμα πλήρη υποτίμηση της αξίας του άλλου. Μέσα από το swinging το άτομο προσπαθεί να ξεπεράσει αλλά κυρίως να αρνηθεί συναισθήματα ζήλιας, τα οποία σε έναν ορισμένο βαθμό είναι φυσιολογική απόρροια κάθε ερωτικής σχέσης.

Το ίδιο ισχύει και με έναν σχετικά νέο τρόπο σχετίζεσθαι, το polyamory. Εδώ το άτομο προσπαθεί να αποτινάξει τα συναισθήματα εξάρτησης και φόβου εγκατάλειψης από τον άλλο, αποφεύγοντας την επένδυση σε έναν σύντροφο, αλλά αντίθετα επενδύει σε πολλούς. Έτσι ο κίνδυνος της απώλειας και του ψυχικού πόνου εξαφανίζεται εφόσον ο κίνδυνος απώλειας του (ενός) σημαντικού άλλου δεν υπάρχει. Τέλος, η σεξουαλική αναστολή/δυσλειτουργία μπορεί να φανερώνει μία αδυναμία του ατόμου να συνδεθεί με τους άλλους. Το άτομο ασυνείδητα είτε απογυμνώνει τον εαυτό του από κάθε είδους ερωτική επένδυση στους άλλους, είτε αδυνατεί να συνδεθεί μαζί τους.

Η σεξουαλική “διαστροφή” δεν αποτελεί σεξουαλικό φαινόμενο κάθε αυτώ, αλλά συμβολίζει μία “επίθεση στη σχέση” και μία προσπάθεια ελέγχου των συναισθημάτων εξάρτησης από τον άλλο και άρνησης του φόβου εγκατάλειψης.