Με το παρόν κείμενο επιθυμώ να εκφράσω ορισμένες σκέψεις αναφορικά με την σειρά του Netflix, «Adolescence». Ήδη από τις πρώτες ημέρες μετά την εμφάνισή της στην πλατφόρμα, η τηλεθέαση της σειράς εκτοξεύτηκε στα ύψη καθιστώντας την ενδεχομένως μία από τις πιο δημοφιλείς και πολυσυζητημένες σειρές. Η συζήτηση γύρω από το Adolescence, ωστόσο, δεν περιορίστηκε γύρω από το σενάριο και την σκηνοθεσία, αλλά επεκτάθηκε στην εφηβική παραβατικότητα, την αιτιοπαθογένεια αυτής, καθώς τον ρόλο των γονέων και των διαφόρων θεσμών στην πρόληψη της. Λόγω της εκτεταμένης συζήτησης που λάβανε τα ζητήματα αυτά, τόσο με αφορμή, όσο και με παρανομαστή την εν λόγω σειρά, ο σκοπός του παρόντος κειμένου είναι να αναδείξει ορισμένες υπεραπλουστεύσεις και γενικεύσεις που διατυπώθηκαν τις τελευταίες ημέρες και οι οποίες, κατά την άποψη μου, είναι επικίνδυνες, μα περισσότερο από όλα είναι αντιεπιστημονικές.
Η σειρά περιγράφει την υπόθεση ενός εφήβου, του Jamie Miller, ο οποίος κατηγορείται για την δολοφονία της συμμαθήτριας του, Κatie Leonard. Μέσα από την σειρά επιχειρείται μία προσπάθεια σκιαγράφησης του ψυχολογικού προφίλ του νεαρού αγοριού, η οποία όμως είναι αρκετά επιδερμική καθώς αποτυγχάνει να αναδείξει τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του θήτη. Αυτό που προσωπικά βρήκα συγκλονιστικό στην σειρά, είναι η ψυχική οδύνη των γονέων του Jamie, οι οποίοι πασχίζουν να χωρέσουν μέσα τους την αποτρόπαια και ακατανόητη πράξη του γιου τους.
Προσωπικά πιστεύω ότι σε επίπεδο σκηνοθεσίας έγινε καταπληκτική δουλειά. Με ενθουσίασε η απεικόνιση των χαρακτήρων, ενώ τα μονοκόμματα πλάνα ανέδειξαν τις συγκλονιστικές ερμηνείες των ηθοποιών, κυρίως του Jamie και του πατέρα του. Αυτό το οποίο πιστεύω ότι συγκίνησε τον κόσμο και κατέστησε την σειρά ιδιαίτερα δημοφιλή σε σύντομο χρονικό διάστημα, ωστόσο, είναι ότι περιγράφει μία ανθρώπινη τραγωδία. Η άγρια δολοφονία ενός αθώου έφηβου κοριτσιού από έναν συνομήλικό της και το δράμα των γονέων του εφήβου δεν θα μπορούσαν να αφήσουν κανενός την ψυχή ανεπηρέαστη. Οι τραγωδίες πάντοτε συγκινούσαν τους ανθρώπους για τον απλούστατο λόγο ότι σκιαγραφούν με τον γλαφυρότερο τρόπο ανθρώπινα, πολύ ανθρώπινα δράματα τα οποία μπορούν να συμβούν σε όλους και μας υπενθυμίζουν την ευάλωτη φύση μας ως ανθρώπινα όντα.
Ενώ λοιπόν πολλά καλά μπορούν να ειπωθούν για την σκηνοθεσία της σειράς, θεωρώ ότι σε επίπεδο σεναρίου υπήρξε μεγάλη αστοχία η οποία οδήγησε σε μία σειρά επικίνδυνων απλουστεύσεων και αντιεπιστημονικών γενικεύσεων, οι οποίες οδήγησαν πολλούς ανθρώπους στο να εξάγουν λανθασμένα συμπεράσματα. Τα λανθασμένα αυτά συμπεράσματα αφορούν την αιτιοπαθογένεια του εγκλήματος και τον ρόλο που διαδραματίζουν οι κοινωνικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες στην γέννηση αυτού. Στις παρακάτω σειρές θα προσπαθήσω να θίξω ορισμένες από αυτές τις αστοχίες και να πως ορισμένα πράγματα γύρω από το περίπλοκο και πολυπαραγοντικό ζήτημα του φόνου μέσα από το πρίσμα της ψυχανάλυσης και της εγκληματικής ψυχολογίας.
Το μεγαλύτερο ατόπημα της σειράς – και αυτό που την καθιστά μυθοπλασία – είναι ότι παρουσιάζει τον φόνο σαν κάτι εύκολο και απλό να συμβεί. Σαφώς, αυτό είναι μία επικίνδυνη υπεραπλούστευση. Ο φόνος είναι ένα πολυσύνθετο, πολυπαραγοντικό και κυρίως ετερογενές φαινόμενο τόσο αναφορικά με την αιτιολογία, όσο και με τα δυναμικά και τις εκδηλώσεις του. Όταν εξερευνάται μέσα από την ψυχαναλυτική οπτική, ακόμη και η πιο αποτρόπαια εγκληματική πράξη έχει κάποιο νόημα στον νου του ανθρώπου που την διαπράττει. Σε επίπεδο σεναρίου απουσιάζουν οι αναφορές στην ύπαρξη ορισμένων σημαντικών ψυχοπαθητικών χαρακτηριστικών που είναι φανερά κατά την διάρκεια της κλινικής συνέντευξης του Jamie με την ψυχολόγο και τα οποία ενδεχομένως φανερώνουν την ύπαρξη ψυχοπαθητικής διαταραχής προσωπικότητας είναι ο σημαντικότερος παράγοντας ρίσκου για την διάπραξη ενός εγκλήματος. Ως ψυχοθεραπευτές, είναι πολύ σημαντικό να μπορούμε να ερευνήσουμε αυτό το νόημα και να μάθουμε από αυτό ούτως ώστε να συμβάλουμε στην πρόληψη του εγκλήματος. Δεν μπορούμε όμως να προλάβουμε αυτό που δεν μπορούμε να αντιληφθούμε και δεν μπορούμε να θεραπεύσουμε αυτό που δεν μπορούμε να συλλάβουμε. Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται εδώ είναι το εξής: Τι ώθησε τον Jamie στην δολοφονία της συμμαθήτριας του;
Τι ώθησε τον Jamie στην δολοφονία της συμμαθήτριας του;
Είναι πολύ δύσκολο να απαντήσει κανείς σχετικά με το γιατί ο Jamie δολοφόνησε την συμμαθήτρια του, καθώς οι πληροφορίες που δίνονται δεν είναι επαρκείς για να στοιχειοθετήσουν την κατασκευή ενός δολοφόνου. Οι περισσότεροι άνθρωποι που διέπραξαν παρεμφερείς δολοφονίες μεγάλωσαν σε εξαιρετικά αποστερητικά περιβάλλοντα, βιώνοντας αλλεπάλληλα τραύματα και σοβαρή παραμέληση. Στην ερευνητική και κλινική εμπειρία που είχα ως τώρα με ανθρώπους που διέπραξαν φόνο ή κάποιου άλλους είδους ειδεχθούς εγκλήματος, συνάντησα βάρβαρη σεξουαλική και/ή σωματική κακοποίηση και παραμέληση την οποία δεν μπορεί να χωρέσει εύκολα ο ανθρώπινος νους. Στις περισσότερες των περιπτώσεων οι βάναυσες μορφές κακοποίησης έρχονταν από τα πρόσωπα που ιδανικά θα έπρεπε να ήταν εκεί να φροντίζουν, να προστατεύουν και κυρίως να αγαπούν: τους γονείς του θύτη.
Οι γονείς του Jamie δεν ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία. Είναι γονείς που πραγματικά φαίνεται να ανησυχούν για τον γιο τους και συνθλίβονται συναισθηματικά όταν μαθαίνουν για την αποτρόπαια πράξη του. Μπορεί να μην είναι ιδανικοί γονείς, αλλά το ιδανικό είναι μία νοητή κατασκευή και βρίσκεται μόνο στον νου των ανθρώπων. Οι γονείς του Jamie δεν είναι ούτε κακοποιητικοί, ούτε ναρκισσιστικοί, ούτε και ιδιαίτερα απόντες. Όπως όλοι οι γονείς, είναι γονείς που κάνουν λάθη και αστοχίες. Τα λάθη όμως αυτά και οι αστοχίες δεν θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να παράξουν έναν δολοφόνο. Τουλάχιστον όχι στην πραγματική ζωή.
Το ψυχολογικό προφίλ του Jamie

Κατά τα την διάρκεια της κλινικής συνέντευξης του με την ψυχολόγο, παρουσιάζονται ορισμένα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του Jamie τα οποία φαίνεται να ανήκουν στον αστερισμό της διαταραχής προσωπικότητας που ονομάζουμε ψυχοπαθητική.
Η ψυχοπάθεια αποτελεί μία σοβαρή παρεκκλίνουσα διαταραχή της προσωπικότητας που χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων, από την αδυναμία του ατόμου να βιώσει ενσυναίσθηση και ενοχή. H ενσυναίσθηση είναι μία θεμελιώδης κατάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης η οποία μας επιτρέπει να βιώσουμε τον πόνο και την οδύνη ενός άλλου ανθρώπου έχοντας ως αφετηρία το δικό μας υποκειμενικό βίωμα. Η ανικανότητα για ενσυναίσθησης συνδέεται στενά με την μερική ή πλήρη απουσία ενοχής. Η ενοχή έχει να κάνει με έναν εσωτερικό κριτή ο οποίος μας ‘τιμωρεί’ όταν κάνουμε κάτι που βλάπτει ή μπορεί δυνητικά να βλάψει έναν άνθρωπο. Φυσικά, σε έναν (ψυχικό) κόσμο όπου απουσιάζει η ενσυναίσθηση και η ενοχή όλα επιτρέπονται.
Το πρώτο ψυχοπαθητικό χαρακτηριστικό του Jamie είναι το παθολογικό ψεύδος. Οι ψυχοπαθητικές προσωπικότητες είναι liars par exelence. Το παθολογικό ψεύδος συνήθως εκφράζεται μαζί με μία έντονη χειριστική συμπεριφορά. Η ψυχοπαθητική προσωπικότητα έχει την τάση να εξαπατά τους γύρω του με μεγάλη δεξιοτεχνία. Ήδη από την αρχή της σειράς ο Jamie έλεγε ψέματα για την διάπραξη του φόνου, ενώ κατά την διάρκεια της κλινικής συνέντευξης άλλαξε πολλές φορές το αφήγημά του, κάτι σύνηθες για τους ψυχοπαθητικούς ασθενείς. Καθόλη την διάρκεια της συνέντευξης το νεαρό αγόρι φαίνεται να χειρίζεται (αρκετές φορές επιτυχώς) την ψυχολόγο η οποία πέφτει θύμα του χειρισμού αυτού.
Ένα εξίσου σημαντικό χαρακτηριστικό που συναντούμε στις ψυχοπαθητικές προσωπικότητες είναι η επιφανειακή γοητεία. Η γοητεία αυτή ασκείται από τον Jamie τόσο στην ψυχολόγο, όσο και στον μέσο θεατή. Δεν υπάρχει τίποτε που να φανερώνει την άγρια, δολοφονική φύση του νεαρού εφήβου, η οποία διαφαίνεται στα διάφορα ξεσπάσματα οργής. Τα ξεσπάσματα αυτά φανερώνουν την δυσκολία του Jamie να ελέγξει τις επιθετικές παρορμήσεις του και φτωχό συμπεριφορικό έλεγχο τα οποία είναι δομικά χαρακτηριστικά της ψυχοπαθητικής προσωπικότητας.
Το σημαντικότερο κλινικό χαρακτηριστικό μιας ψυχοπαθητικής προσωπικότητας, ωστόσο είναι η έλλειψη συμπόνιας, ενσυναίσθησης και ενοχής. Τα τρία αυτά δομικά στοιχεία της ανθρωπιάς και του πολιτισμού μας φαίνεται να απουσιάζουν από την προσωπικότητα του Jamie, ο οποίος καθόλη την διάρκεια της κλινικής συνέντευξης παρουσιάζεται ανάλγητος. Μονάχα στο τελευταίο επεισόδιο, όπου απολογείται στον πατέρα του δηλώνει ότι θα παραδεχτεί την πράξη του, ωστόσο δεν είναι βέβαιο το αν η παραδοχή αυτή ήταν στρατηγική κίνηση που αποσκοπούσε στην μείωση της ποινής, ή πραγματική μεταμέλεια και αναγνώριση της βλάβης που προκάλεσε.
Συνεπώς, αν υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να αιτιολογήσει σε επίπεδο σεναρίου την δολοφονική πράξη του Jamie, αυτό θα ήταν η ύπαρξη ψυχοπαθητικής διαταραχής προσωπικότητας. Το γεγονός ότι δεν γίνεται αναφορά σε αυτήν στην σειρά, τοποθετεί το σενάριο στον χώρο της μυθοπλασίας και όχι της πραγματικότητας. Το να υποθέσει κάνεις ότι μπορεί ένας έφηβος μεγαλωμένος σε μία μη κακοποιητική οικογένεια να διαπράξει φόνο χωρίς να υπάρχει σοβαρή διαταραχή προσωπικότητας, είναι μία επικίνδυνη και κυρίως αντιεπιστημονική υπεραπλούστευση.
O ρόλος της «τοξικής» αρρενωπότητας
Ένα σημαντικό ζήτημα το οποίο προσπαθεί να θίξει η σειρά είναι η «τοξική αρρενωπότητα» και ο ρόλος της στην διάπραξη του εγκλήματος του Jamie. Η επιθετική, ακατέργαστη αρρενωπότητα η οποία έχει στο παρανομαστή της τον μισογυνισμό, έχει αποτελέσει μείζον ζήτημα τα τελευταία χρόνια. Στην ψυχαναλυτική διάλεκτο το είδος αυτής της αρρενωπότητας ονομάζεται «φαλλική» και εκφράζεται από μία προσωπικότητα που ονομάζεται «φαλλική – ναρκισσιστική».
Το βασικό χαρακτηριστικό του «φαλλικού – ναρκισσιστικού χαρακτήρα» είναι η ανασφάλεια, σε συνδυασμό με την πολύ χαμηλή αυτοπεποίθηση και τα έντονα συμπλέγματα κατωτερότητας. Οι άντρες αυτοί παρουσιάζουν μία κατακερματισμένη αίσθηση του εαυτού τους. Η εσωτερική τους ανασφάλεια, κατωτερότητα και έλλειψη αυτοπεποίθησης συνδέεται με ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό των αντρών αυτών που ονομάζουμε «ναρκισσιστική ευαλωτότητα». Ένα ναρκισσιστικά ευάλωτο άτομο νιώθει συνέχεια απειλή, ταπείνωση και φόβο. Η πράξη βίας στις περιπτώσεις αυτές είναι μία προσπάθεια του δράστη να εξαλείψει κάθε είδους απειλή και έτσι να επιφέρει ένα είδος ψυχολογικής ομοιόστασης. Εδώ, η σωματική, σεξουαλική ή συναισθηματική βία είναι πρωτίστως μία πράξη ελέγχου, όπου ο θύτης προσπαθεί να ελέγξει τον φόβο και τα συναισθήματα εξάρτησης του μέσα από τον έλεγχο των άλλων ο οποίος επιτυγχάνεται μέσα από πράξεις βίας που μπορούν σε ορισμένες περιπτώσεις να καταλήξουν σε ανθρωποκτονία.
Όπως κάθε άνθρωπος, έτσι και ο «τοξικά αρρενωπός» είναι προϊον των τραυμάτων της παιδικής του ηλικίας. Η τοξική αρρενωπότητα που εκφράζεται μέσα από μία αποτρόπαια πράξη βίας, δε μπορεί να αιτιολογηθεί από διαδικτυακές επιρροές των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπως προσπαθεί να περάσει η ταινία. Μια τέτοια υπεραπλουστευμένη γενίκευση είναι επικίνδυνη καθώς μας απομακρύνει από την προσεκτική μελέτη του οικογενειακού ιστορικού του ατόμου που διαπράττει το έγκλημα, καθώς και της προσωπικότητάς του. Στις περισσότερες των περιπτώσεων ο «φαλλικά αρρενωπός», ή ο «τοξικά αρρενωπός» όπως συχνά περιγράφεται στην καθημερινή γλώσσα έχει μία σοβαρή διαταραχή προσωπικότητας η οποία μπορεί να εκτείνεται από τον ναρκισσισμό μέχρι την αντικοινωνική διαταραχή και την ψυχοπάθεια. Αν ο ρόλος του ψυχικού τραύματος και η ύπαρξη μίας σοβαρής διαταραχής προσωπικότητας αγνοηθούν και περιοριστεί κανείς μονάχα σε ορισμένους κοινωνικούς παράγοντες, πολλώ μάλλον ανεπαρκείς στο να κινητοποιήσουν την δολοφονική συμπεριφορά, τότε κινδυνεύουμε να απομακρυνθούμε από την πραγματική κατανόηση της φύσεως και των δυναμικών του εγκλήματος.